Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Φυσιογνωμικά – Το αρχαιοελληνικό φυλετικό εγχειρίδιο

 





του Μυρμιδόνα


Ο όρος «επιστήμονας» ίσως είναι αρκετά μικρός για να περιγράψει την ιδιότητα του Αριστοτέλη. Αν και ο τελευταίος έχει καταστεί κυρίως γνωστός για την ηθική και πολιτική του φιλοσοφία μέσω των έργων του Ηθικά Νικομάχεια και Πολιτικά, μεταξύ άλλων, δεν θα έπρεπε να λησμονείται ότι τον Σταγειρίτη φιλόσοφο τον απασχόλησαν και σωρεία άλλων θεμάτων, τα οποία εκτείνονται από την μεταφυσική μέχρι την μετεωρολογία και την βιολογία των ζώων. Στο ευρύτερο όμως αναγνωστικό κοινό ή ακόμη και τον εθνικιστικό χώρο, είναι άγνωστο το έργο Φυσιογνωμικά, το οποίο θεωρείται μεν ότι γράφτηκε από τον Αριστοτέλη, αλλά αυτό αμφισβητείται εντόνως από ακαδημαϊκούς κύκλους και μη. Η δομή, το ύφος και τα εμπειρικά παραδείγματα τουγραπτού κειμένου, τα οποία επικαλείται συνεχώς ο συγγραφέας αυτού ομοιάζουν πολύ με τα βιβλία, τα οποία αποδίδονται οπωσδήποτε στον Αριστοτέλη, όμως όπως συμβαίνει και με άλλα έργα, τα οποία χαρακτηρίζονται γενικώς ως αριστοτελικά, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι πράγματι τα Φυσιογνωμικά αποτελούσαν δικό του δημιούργημα. Ήδη ελέχθη παραπάνω ότι ο Αριστοτέλης ησχολείτο με μία σειρά διαφόρων ζητημάτων, τα οποία τα συνέδεε ορισμένες φορές και με το πολιτικό φαινόμενο. Το υπό εξέταση βιβλίο, σε ένα βαθμό, τηρεί την παραπάνω αριστοτελική παράδοση διασύνδεσης της φύσης με το πολιτικό αντικείμενο. Επιπροσθέτως, χρήζει επισήμανσης ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αριστοτέλης αναλύει ζητήματα, τα οποία αφορούν και εντάσσονται σε μεγάλο βαθμό στο πεδίο της βιολογίας, καθώς σε ένα άλλο κείμενο του, ονόματι Περί Τα Ζώα Ιστορίαι, είχε επίσης εστιάσει στην ανατομία και ταξινόμηση των ζώων. Το προαναφερθέν βιβλίο ενδεχομένως να άσκησε μία επιρροή στο υπό κρίση κείμενο των Φυσιογνωμικών. Ακόμη όμως και αν το έργο αυτό γράφτηκε από κάποιον άλλον ή πιο συγκεκριμένα από κάποιον μαθητή της Περιπατητικής Σχολής, τότε οπωσδήποτε εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο της αριστοτελικής διδασκαλίας και οπτικής, διότι το βιβλίο των Φυσιογνωμικών βασίζεται κυρίως σε εμπειρικά δεδομένα και ειδικότερα σε πρακτικά παραδείγματα, προκειμένου να αρθρώσει την επιχειρηματολογία του.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισημανθεί ότι το ζήτημα της μελέτης των φυλών και των εθνών δεν ήταν κάτι το δευτερεύον ή αδιάφορο για τον αρχαιοελληνικό κόσμο και ιδίως για την τότε φιλοσοφική σκέψη, όπως ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν διαβάζοντας τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας κατά το δοκούν. Ήδη ψήγματα σχολίων φυλετικού ή εθνολογικού ενδιαφέροντος μπορεί κανείς να εντοπίσει στα έπη του Ομήρου ή στα φιλοσοφικά κείμενα του Πλάτωνος με ένα πιο μεταφυσικό βέβαια περίβλημα ως προς τον τελευταίο. Οπωσδήποτε όμως η απολύτως εμπεριστατωμένη συστηματοποίηση του εν λόγω ζητήματος εντοπίζεται στο νυν εξεταζόμενο κείμενο των Φυσιογνωμικών. Συνεπώς, ένα πρώτο αναμφισβήτητο δεδομένο και συμπέρασμα ευθύς εξ αρχής είναι ότι το αρχαιοελληνικό πνεύμα άρχισε να αναπτύσσει βιολογικές θεωρήσεις για τα είδη των ανθρώπων ήδη αιώνες πριν τον υπόλοιπο
Δυτικό πολιτισμό και μάλιστα σε ένα αρκετά εξελιγμένο και προχωρημένο επίπεδο, τουλάχιστον για τα δεδομένα της τότε εποχής, ήτοι παρά τα πενιχρά μέσα και εργαλεία, τα οποία διατίθεντο εκείνη την περίοδο για την συλλογή τέτοιων ανθρωπολογικών δεδομένων και εν συνεχεία για την ανάπτυξη και παραγωγή των αντίστοιχων συμπερασμάτων.

Εισαγωγικά ξεκινώντας, τα Φυσιογνωμικά πραγματεύονται ότι τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός υποκειμένου, μπορούν από μόνα τους να μαρτυρήσουν πολλά πράγματα για την προσωπικότητά του, δηλαδή για το πνευματικό του υπόβαθρο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου, Αριστοτέλης ή μη, οι ψυχικές διαθέσεις ενός ατόμου ακολουθούν την κατάσταση του σώματός του. Με άλλα λόγια, υπάρχει μία άρρηκτη σύνδεση, καθώς και μία συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ της φυσιογνωμίας ενός ανθρώπου και της ψυχής του. Ως παράδειγμα, παρατίθεται η περίπτωση ενός αρρώστου και ενός μεθυσμένου, όπου η κατάσταση της υγείας τους επηρεάζει την πνευματική τους διάσταση. Όπως επίσης και αντιστρόφως στις ψυχικές καταστάσεις του φόβου, του έρωτα και της λύπης, με άλλα λόγια των διαφόρων παθών, τα οποία κλονίζουν την ψυχή, υφίσταται παράλληλα μία αντανάκλαση του κλονισμού αυτού του εσωτερικού κόσμου του υποκειμένου και στην σωματική του λειτουργία. Συμπερασματικά λοιπόν, η βιολογική κατάσταση των προαναφερθεισών περιπτώσεων επηρεάζει την ψυχή, αλλά και αντιστρόφως και το ίδιο το πνεύμα επηρεάζει το σώμα ενός υποκειμένου. Τούτων λεχθέντων, ψυχή και σώμα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, το ένα αποτελεί καθρέπτη δηλαδή του άλλου. Ανεξαρτήτως εάν η μεταβολή στο σώμα ή στην ψυχή είναι θετική ή αρνητική, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα 2 εξακολουθεί να υφίσταται. Επί παραδείγματι, το εσωτερικό ή ακόμα και ενδόμυχο αίσθημα ευφορίας ή λύπης εξωτερικεύεται στην συμπεριφορά του ανθρώπου και πλέον μπορεί να γίνει και αντιληπτό από τους τρίτους, οι οποίοι παρατηρούν έναν άνθρωπο μόνο εξωτερικά, δίχως να βλέπουν τα όσα διαδραματίζονται στον εσωτερικό του κόσμο. Ταυτόχρονα, οι μεταβολές επί του σώματος, όπως είναι η χορήγηση φαρμάκων, η τήρηση μίας δίαιτας ή η εφαρμογή μίας ιατρικής πρακτικής επί ενός σώματος ενός ασθενούς επηρεάζουν την ψυχή, λόγω της προαναφερθείσας υπαρκτής και συνεχούς αλληλεπίδρασης μεταξύ σάρκας και πνεύματος. Βάσει των παραπάνω όμως, το ενδιαφέρον είναι ότι στα Φυσιογνωμικά δεν υπάρχει ρητή αναφορά ότι η ποιότητα της ψυχής είναι η ρίζα για τον καθορισμό της βιολογικής ποιότητας ενός υποκειμένου. Ο συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου μνημονεύει μόνο συνεχώς την απόλυτη σύνδεση μεταξύ ψυχής και σώματος, αλλά πιθανώς δεν θα ήταν λάθος να υποθέσει κανείς ότι η ψυχή ενός ανθρώπου είναι η βάση, ενώ η βιολογική θέση το παρεπόμενο προϊόν της, ιδίως δε αν λάβει κανείς πάλι υπόψιν τα υπόλοιπα κείμενα του Αριστοτέλη, όπου η ψυχή έχει βαρύνουσα σημασία. Όμως στο βιβλίο των Φυσιογνωμικών δεν αναφέρεται ρητά αν πράγματι η ψυχή προηγείται σε σύγκριση με το σώμα, επομένως μία τέτοια ερμηνεία προτεραιότητας της ψυχής έναντι του σώματος δεν είναι βέβαιο αν την συμμερίζεται ή μη ο συγγραφέας του υπό εξέταση έργου.

Σε κάθε περίπτωση, στα Φυσιογνωμικά γίνεται μνεία στην διάκριση μεταξύ καλών και κακών ζώων, βάσει της μορφής των, άρα καταληκτικά υπάρχει και η ανάλογη διάκριση και κατ’ επέκταση ιεραρχία μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι δεν εξαιρούνται φυσικά από τον παραπάνω κανόνα. Η δε έκφραση γνώμης επί του ζητήματος αυτού, βάσει της εμφανίσεως ενός ζώου ή ενός ανθρώπου αποτελεί τον ορισμό του να «φυσιογνωμεί» κανείς. Ένεκα της παραπάνω ανάλυσης περί της διαφοροποίησης των όντων, οι άνθρωποι μπορούν κάλλιστα να διαιρεθούν σε έθνη, τα οποία είναι διακριτά από άλλα, επειδή ακριβώς διαθέτουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η δε εξωτερική εμφάνιση, ήτοι η φυσιογνωμία των εθνών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πνευματικό τους υπόβαθρο, το οποίο εκφράζεται μέσω του πολιτισμού και των ηθών τους. Ως παραδείγματα παρατίθενται τα βάρβαρα έθνη των Αιγυπτίων, των Θρακών, των Σκυθών και δη των Αιθιόπων.

Μπορεί μεν ορισμένες φορές κάποια άτομα εξωτερικά να μοιάζουν ίδια, ως προς την έκφραση του προσώπου τους, αλλά δεν παύουν τα ψυχικά τους γνωρίσματα να είναι πλήρως διαφορετικά ή ακόμη και απολύτως αντίθετα μεταξύ τους. Προς επίρρωση των παραπάνω, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ανδρείου και του αναιδούς, όπου εξ απόψεως εξωτερικής έκφρασης και μόνο φαίνεται να oμοιάζουν μεταξύ τους, αλλά στην ουσία τους διαφέρουν. Επίσης, ο συγγραφέας των Φυσιογνωμικών αναφέρει ότι τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ανθρώπου είναι μόνιμα και το πέρασμα του χρόνου, δεν αποτελεί μία «σύμπτωση» ή «συγκυρία» της ιστορίας, υποδηλώνει μία μονιμότητα ως απόρροια μιας σταθερής και υπαρκτής πραγματικότητας, η οποία επίσης δεν είναι φυσικά τυχαία, αλλά αντιθέτως προκύπτει από την ίδια την ψυχή, η οποία με την σειρά της προκαλεί την ανάλογη εξωτερική εμφάνιση. Αυτό, συμπληρώνει ο συγγραφέας, είναι και η ουσία της επιστήμης της φυσιογνωμικής, πρόκειται δηλαδή για ένα σύστημα μελέτης των φυσικών εξωτερικών γνωρισμάτων, τα οποία υποδεικνύουν τις ιδιότητες, τις οποίες φέρει κάποιος στην ψυχή του είτε εν τη γενέσει του ή ακόμη και επίκτητα. Πρόκειται για μία διαδικασία άντλησης συμπερασμάτων από τα χρώματα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου, την κατάσταση των τριχών, της ποιότητας του σώματος ή συγκεκριμένων μελών του, του είδους της φωνής, του μεγέθους της σάρκας και του συνόλου της φυσιογνωμίας του, τα οποία χαρακτηριστικά εν συνόλω ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ιδιότητες της εκάστοτε ψυχής. Αυτό κατ’ επέκταση παράγει αναγκαστικά και την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων, βάσει των πνευματικών και βιολογικών δυνατοτήτων τους, διότι ειδάλλως είναι απλά αδύνατο και οξύμωρο για την επιστήμη της φυσιογνωμίας να προβεί η ίδια σε μία ενιαία κατηγοριοποίηση του ανθρώπινου γένους, καθώς, όπως συμπληρώνει ο συγγραφέας των Φυσιογνωμικών, υπάρχουν ομάδες ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία τους κάνει να διαφέρουν από άλλες ομάδες ανθρώπων, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ζώα, τα οποία δεν είναι όλα ίδια μεταξύ τους. Μία τέτοια λοιπόν ενιαία, πλην όμως αυθαίρετη, κατηγοριοποίηση του ανθρώπινου είδους θα ήταν εκ των πραγμάτων ένδειξη εθελοτυφλίας και σε καμία περίπτωση δεν θα δύνατο να αποτελέσει συμπέρασμα σοβαρής έρευνας.

Έπειτα στο έργο των Φυσιογνωμικών παρατίθενται πλήθος εμπειρικών περιπτώσεων, οι οποίες συνθέτουν όχι μόνο το ψυχοσωματικό περιεχόμενο ενός μεμονωμένου ανθρώπου, αλλά και τις ιδιότητες ολόκληρων φυλών ή εθνών με γνώμονα τα εξωτερικά τους γνωρίσματα.

Επιγραμματικά και συνοπτικά, σύμφωνα με το αριστοτελικής εμπνεύσεως κείμενο, οι σκληρές τρίχες συνδέονται με την ανδρεία, ενώ οι μαλακές με την δειλία. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας επικαλείται τις περιπτώσεις ορισμένων ζώων ως εύστοχα παραδείγματα, όπως το λιοντάρι και ο αγριόχοιρος, τα οποία διέπονται από ανδρεία και τόλμη, διότι έχουν πυκνό και σκληρό τρίχωμα. Αντιθέτως, το ελάφι, ο λαγός και το πρόβατο είναι δειλά ζώα εκ της φύσεως τους και αυτό το μαρτυρά το μαλακό τους τρίχωμα. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και στα πτηνά, όσα είναι ανδρεία έχουν δυνατά και μεγάλα φτερά, όπως ο αετός, ενώ τα ορτύκια έχουν λεπτά και μικρά φτερά, γι’ αυτό και διακατέχονται από δειλία. Μία ακόμη αιτία κατηγοριοποίησης είναι οι ουρές των ζώων. Μπορεί μεν πολλά ζώα να έχουν ουρές, αλλά η διαφορά που έχουν αυτές μεταξύ τους υποδηλώνει την διαφορετική σύνθεση των ψυχικών δυνατοτήτων τους. Όσα έχουν τριχωτή ουρά, όπως ο σκύλος, είναι πολύ πιο επιθετικά, ενώ όσα έχουν λείο ή καθόλου τρίχωμα, όπως οι όνοι και οι χοίροι αντίστοιχα, αποτελούν έρμαια των παθών τους και δη της αφροδίσιας διέγερσης, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Οι δε όνοι, κοινώς τα γαϊδούρια, τείνουν να είναι αναίσθητα και υποτακτικά ελλείψει της υπάρξεως τριχώματος στην ουρά τους.

Φυσικά εξαίρεση από τον κανόνα της ιεραρχίας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ο άνθρωπος. Σύμφωνα με τα Φυσιογνωμικά, οι φυλές στα βόρεια κλίματα διαθέτουν σκληρότερο τρίχωμα, οπότε είναι πιο γενναίες από τις φυλές των νοτίων κλιμάτων, τα μέλη των οποίων διαθέτουν μαλακές τρίχες και ως εκ τούτου οι άνθρωποι των νοτίων περιοχών είναι αρκετά πιο δειλοί, κατ’ εφαρμογή και του γενικού κανόνα, ο οποίος ισχύει για τα θηλαστικά εν γένει. Το δε τρίχωμα στην κοιλιά, παρεμπιπτόντως, αποτελεί ένδειξη φλυαρίας σε έναν άνθρωπο. Παρά την παραπάνω διάκριση του δέρματος, ο συγγραφέας των Φυσιογνωμικών αναφέρει ότι το προτιμότερο και ανώτερο είδος ανθρώπου δεν είναι ούτε οι φυλές με πολύ λευκό δέρμα, τα μέλη των οποίων φυλών αυτών κατοικούν στις βόρειες περιοχές, όπου επικρατεί ψυχρό κλίμα, αλλά ούτε κυρίως οι φυλές με μαύρο δέρμα, οι οποίες είναι πολύ περισσότερο κατώτερες. Αντιθέτως, κατά την ερμηνεία του εν λόγω αποσπάσματος των Φυσιογνωμικών, η μεσογειακή φυσιογνωμία, την οποία διαθέτει κυρίως ο Έλληνας, θα έλεγε κανείς σήμερα σε σύγχρονους όρους, αποτελεί την πληρέστερη φυλετική έκφραση του ανδρείου, ο οποίος ούτε τείνει προς την υπερβολή της αυθάδειας, όπως ουσιαστικά εμφανίζεται στους βόρειους πολιτισμούς των ψυχρών περιοχών, ούτε ανήκει στις φύσει δειλές φυλές των νοτίων μερών του κόσμου, όπως ουσιαστικά σκιαγραφεί ο συγγραφέας κυρίως την φυλή των μαύρων στην Αφρική. Εδώ αναβλύζει εκ νέου με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο η αριστοτελική αρχή της μεσότητας. Το φυλετικό πρότυπο των μεσογειακών πληθυσμών και φυσικά και των ίδιων των Ελλήνων παρουσιάζεται ως η εκπλήρωση της ηθικής αρχής της μεσότητας, κατ’ Αριστοτέλη. Με άλλα λόγια, η μεσογειακή φυσιογνωμία παρουσιάζεται ως το ιδανικό πρότυπο του ενάρετου αυτού όντος, το οποίο είναι το πλέον ισορροπημένο εξωτερικά και ψυχικά και το οποίο εντοπίζεται στην «μεσόγειο», δηλαδή στην μέση της γης. Ο συγγραφέας φρονεί δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η παρουσία της φυλετικής αυτής ομάδας στην μέση της γης (εξ ου η έννοια της μεσογείου) αποτελεί και μία περαιτέρω επαλήθευση κατοχής της αρετής της μεσότητας εκ μέρους της, η οποία μεσότητα, όπως είναι γνωστό από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, βρίσκεται μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως. Οι δε παρεκκλίσεις της μεσότητας, είτε εξ απόψεως υπερβολής, είτε εξ απόψεως ελλείψεως εντοπίζονται στις υπόλοιπες φυλές, γεγονός το οποίο τις καθιστά κατώτερες συγκριτικά με την ενάρετη μεσογειακή, αλλά με την σειρά της η φυλή των βορείων περιοχών είναι η επόμενη τη τάξει και άρα οπωσδήποτε πολύ ανώτερη από την φυλή των νοτίων περιοχών. Πάλι εδώ το εξωτερικό και γεωγραφικό, εν προκειμένω, γνώρισμα μίας πληθυσμιακής ομάδας, αντανακλάται στην ψυχική της κατάσταση ή και αντιστρόφως η τελευταία, δηλαδή η ψυχική κατάσταση, σε ένα σχεδόν μεταφυσικό επίπεδο ερμηνείας, καθορίζει την βιολογική της σύνθεση.




Το πρότυπο του γενναίου γενικότερα στο κείμενο των Φυσιογνωμικών έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, το παραπάνω είδος ανθρώπου διακρίνεται από τις σκληρές του τρίχες, τα δυνατά άκρα και κόκκαλα και παράλληλα διαθέτει ένα ορθό σχήμα σώματος γενικότερα. Όσο πιο ευρύ είναι το στήθος του, τόσο μεγαλύτερη είναι η ένδειξη της γενναιότητας του, δίχως φυσικά υπερβολές. Η κοιλιά του γενναίου δεν είναι εξογκωμένη και ο τράχηλός του είναι δυνατός. Παράλληλα το στήθος του είναι σαρκώδες με ένα μεσαίο άνοιγμα ματιών, το οποίο δεν είναι ούτε πολύ ανοιχτό, ούτε πολύ κλειστό. Το χρώμα των ματιών στους ανδρείους ανθρώπους είναι μαύρο, αλλά αν είναι υπερβολικά μαύρο, τότε παραπέμπει σε άγριους και όχι σε γενναίους. Εξαιρετική δε κατηγορία γενναίων ανθρώπων είναι οι ξανθοί, οι οποίοι ομοιάζουν με τα λιοντάρια και διακρίνονται από τους κοκκινομάλληδες, οι οποίοι συχνά προβαίνουν σε διάφορες πανουργίες, όπως οι αλεπούδες, οι οποίες διαθέτουν παρόμοιο χρώμα.

Το πρότυπο του δειλού στον αντίποδα αποτελείται από τα ακριβώς αντίθετα εξωτερικά γνωρίσματα, τουτέστιν μαλακές τρίχες, κίτρινο ή κυρίως μελαμψό πρόσωπο, ασθενές σώμα, λεπτά χέρια και μικρά σκέλη σε συνδυασμό με βιαστικές κινήσεις σώματος. Ως δειλοί περιγράφονται επίσης και όσοι διαθέτουν πολύ σγουρά μαλλιά με εξαίρεση όσους έχουν σγουρά μαλλιά μόνο στις άκρες, τότε πρόκειται για άτομα με το στοιχείο της ανδρείας μέσα τους. Πολλές φορές όμως ακόμη και οι πολύ λευκοί διαθέτουν το στοιχείο της δειλίας, όταν δηλαδή οι ίδιοι είναι πολύ χλωμοί στο πρόσωπο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.

Επίσης, στα Φυσιογνωμικά, παρατίθενται και τα ειδικότερα εξωτερικά χαρακτηριστικά ανθρώπων συγκεκριμένης ψυχικής ιδιότητας, όταν εξετάζονται μεμονωμένα, δίχως να λαμβάνεται δηλαδή υπόψιν το φυλετικό σύνολο στο οποίο ανήκουν. Ενδεικτικά γίνεται αναφορά στις περιπτώσεις των ευφυών, των αναίσθητων, των αναιδών, των κόσμιων, των εύθυμων κλπ και στον τρόπο κατά τον οποίο διακρίνονται, βάσει των ιδιαιτεροτήτων τους. Προς περαιτέρω επίρρωση της απόδοσης ορισμένης ψυχικής ιδιότητας, βάσει συγκεκριμένων εξωτερικών γνωρισμάτων, παρατίθενται ως παραδείγματα φυσικά τα ζώα, τα οποία πολλές φορές έχουν παρόμοια εξωτερικά χαρακτηριστικά με τις αντίστοιχες κατηγορίες διάκρισης των ανθρώπων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το μέγεθος των χειλών, τα οποία εφόσον είναι παχιά, εντοπίζονται σε ανθρώπους χαμηλής νοημοσύνης, όπως κατ’ αναλογία παρατηρεί κανείς στους γαϊδάρους και στους πιθήκους. Η δε παχιά άκρη της μύτης, σε αντιδιαστολή με την ίσια και λεπτή, υποδηλώνει εξίσου ένδειξη χαμηλής ευφυΐας, καθώς επίσης και μία έκφανση αναισθησίας, οκνηρίας και φυγοπονίας, διότι παρατηρείται σαν εξωτερικό χαρακτηριστικό των γουρουνιών και των βοδιών. Το λεπτό πρόσωπο φανερώνει τον επιμελή άνθρωπο, ενώ το χοντρό πρόσωπο την οκνηρία, όπως συμβαίνει με τα βόδια. Η μικροψυχία συναντάται σε άτομα με μικρό πρόσωπο, όπως η αγριόγατα και η μαϊμού, ενώ το υπερβολικά μεγάλο ή ακριβέστερα χοντρό πρόσωπο δείχνει την αδεξιότητα. Τα μικρά αυτιά, τα οποία διαθέτουν οι πίθηκοι, συναντώνται σε ανθρώπους, οι οποίοι θέλουν να ενοχλούν και να πειράζουν, ενώ τα μεγάλα αυτιά, προδίδουν ένα έντονο πεισματικό χαρακτήρα, ο οποίος είναι γνώρισμα των γαϊδάρων. Το μικρό μέτωπο μαρτυρά την αμάθεια, όπως συμβαίνει με τους χοίρους, ενώ το μεγάλο μέτωπο μαρτυρά την νωθρότητα των βοδιών. Το κείμενο των Φυσιογνωμικών δίνει και μία ενδιαφέρουσα βιολογική εξήγηση της ιδιότητας της διάνοιας, αναφέροντας ότι τα σώματα, τα οποία δεν είναι υπερβολικά μεγάλα είναι πιο έξυπνα, διότι το αίμα μπορεί να κυκλοφορήσει πιο εύκολα μέχρι τον νου, ελλείψει των μεγάλων αποστάσεων, γι’ αυτό και οι υπερβολικά μάλιστα εύσωμοι έχουν χαμηλότερο επίπεδο νοημοσύνης. Η χρυσή τομή της μεσότητας πάλι για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις παρουσιάζεται ως το καλύτερο υπόδειγμα εξωτερικής και εσωτερικής κατάστασης, με άλλα λόγια ως ο τρόπος επίτευξης μίας ψυχοσωματικής ισορροπίας. Οι μορφές λοιπόν των σωμάτων αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες δυνάμεις της ψυχής, οι οποίες συνδέονται, όπως ήδη αναφέρθηκε νωρίτερα, με την ταυτότητα μίας συγκεκριμένης ψυχικής δύναμης ή ενός ψυχικού πάθους, όπως συμβαίνει και στα ζώα.

Ένα ζήτημα στο οποίο επίσης γίνεται έντονη μνεία στο επίμαχο αριστοτελικό κείμενο αφορά την ψυχική και σωματική διαφοροποίηση μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού, η οποία διαφοροποίηση εμφανίζεται όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στα ζώα συλλήβδην. Το θηλυκό παρουσιάζεται ως το συνήθως πιο αδύνατο φύλο, όπως επίσης και ως το πιο υποχωρητικό ή ακόμη και πιο επιρρεπές ή ευάλωτο προς την χειραγωγία εν συγκρίσει με το αρσενικό. Η παραπάνω ιεράρχηση τρόπων τινά των φύλων δεν είναι μία άποψη, η οποία εκφράζεται πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη, οπότε η παραπάνω οπτική, ειρήσθω εν παρόδω, θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ της θέσης ότι πράγματι τα Φυσιογνωμικά ήταν αποκλειστικά δικό του δημιούργημα. Σε αυτό μάλιστα το θέμα ο Αριστοτέλης απέχει πολύ από τον δάσκαλό του τον Πλάτωνα, ο οποίος αναγνώριζε μεν τις σαφείς διαφορές ανάμεσα στα 2 φύλα, αλλά δεν θεωρούσε ότι ο άνδρας διαθέτει ένα αποκλειστικό προνόμιο συμμετοχής εις βάρος της γυναίκας στο πεδίο της πολιτικής ή της εκπαίδευσης.

Σημαντικό σημείο κατηγοριοποίησης αποτελεί και ο βηματισμός του ανθρώπου τόσο ως προς τον ρυθμό, όσο και ως προς το μέγεθος του βηματισμού αυτού. Οι επιμελείς άνθρωποι έχουν έναν σταθερό σε ρυθμό βηματισμό και η απόσταση, την οποία διανύει ο βηματισμός τους δεν είναι ούτε πολύ μεγάλη, ούτε πολύ μικρή. Οι αργόσχολοι και οι αναποτελεσματικοί κινούνται με αστάθεια στα πόδια τους και ο βηματισμός τους είναι είτε πολύ μικρός, είτε πολύ μεγάλος, δηλαδή παρεκκλίνει από την μεσότητα. Το ίδιο ισχύει και για τις κινήσεις των χεριών. Μάλιστα οι δε βαδίζοντες δίχως ιδιαίτερη συνοχή και σταθερότητα στις κινήσεις τους ανήκουν στην κατηγορία των κιναίδων.

Τέλος, η κατηγοριοποίηση των ανθρώπων πηγάζει και από το ύψος της φωνής. Όσοι έχουν ψιλή και μαλακή φωνή συνήθως είναι δειλοί και κίναιδοι, ενώ όσοι έχουν απλώς μαλακή και ήρεμη φωνή, όπως τα πρόβατα, διαθέτουν την πραότητα εντός της ψυχής τους. Αντιθέτως, οι φωνακλάδες είναι συνήθως αυθάδεις και υπερόπτες.

Εν κατακλείδι, ο συγγραφέας του ιδιαίτερα καινοτόμου και αναλυτικού αυτού έργου αναφέρει ότι ακόμη και στο σώμα υπάρχουν κάποιες ιεραρχίες. Μεγίστης προτεραιότητας θέση έχει το κεφάλι, διότι εκεί φυσικά βρίσκεται και ο εγκέφαλος ως το κατ’ εξοχήν όργανο της ανθρώπινης νόησης, δεύτερο τη τάξει είναι το στήθος και οι ώμοι, δηλαδή τα μέρη του σώματος, στα οποία στηρίζεται ο εγκέφαλος, επόμενη θέση έχουν τα πόδια, τα οποία κινούν και στηρίζουν το πάνω μέρος του σώματος και στην τελευταία κατηγορία ανήκει ο χώρος της κοιλιάς ή το μέρος γύρω από αυτήν, επειδή εκεί εντοπίζονται όλα όσα σχετίζονται με τα υλικά πάθη ή όσα γενικότερα αφορούν τα ποιοτικά κατώτερα μέρη της ψυχής. Συμπερασματικά, βάσει των όσων ισχυρίζεται το κείμενο των Φυσιογνωμικών, η σωστή συμμετρία ενός σώματος, ο κατάλληλος τύπος ενός δέρματος και μία σειρά άλλων χαρακτηριστικών της φυσιογνωμίας ενός ανθρώπου, σύμφωνα με το περιεχόμενο του έστω αριστοτελικής εμπνεύσεως κειμένου, είναι τα συστατικά μίας τέλειας πνευματικής αρμονίας και φυσικής μορφιάς. Αποτελούν δε επίσης και απόδειξη κατοχής των υψίστων αρετών της ανδρείας και της δικαιοσύνης.

Βάσει των όσων αναλύθηκαν λοιπόν, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει το γιατί αυτό το κείμενο είναι σχεδόν άγνωστο και κατ’ επέκταση σχεδόν απαγορευμένο από το ευρύτερο κοινό. Με γνώμονα φυσικά τις εμπειρικές παρατηρήσεις, ο δημιουργός των Φυσιογνωμικών σχημάτισε μία άκρως συστηματική και αναλυτική εικόνα για τα είδη των ανθρώπων και τις φυλές ή τα έθνη στα οποία ανήκει ο καθένας εξ αυτών, ενώ παράλληλα αντιστοίχησε και τα πνευματικά προσόντα, τα οποία απορρέουν από την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων, είτε εξατομικευμένα, είτε ανάλογα με το βιολογικό σύνολο, στο οποίο ανήκουν. Αν και το κείμενο δεν προβαίνει σε πολύ αναλυτικότερες διακρίσεις μεταξύ των φυλών, τα όσα έστω επιφανειακά και ίσως απλοϊκά παρατίθενται εδώ είναι σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αλλά συνάμα και συγκλονιστικά ως μία έστω πρώιμη, πλην όμως συστηματική και επιστημονική διάκριση των φυλών, η οποία ίσως δεν είναι και τόσο εκτενής, όσο θα έπρεπε. Πιθανώς αυτό οφείλεται κυρίως στην αυτονόητη αντίληψη της πλειονότητας των Ελλήνων της τότε εποχής, ότι τα έθνη και οι φυλές είναι φυσικό να διαφέρουν μεταξύ τους, οπότε ενδεχομένως περίσσευε η περαιτέρω φυλετική ανάλυση εκ μέρους του συγγραφέα. Πρόκειται εξάλλου για ένα κείμενο, το οποίο χρονολογείται ότι συντάχθηκε περί τον 4 ο ή 3 ο αιώνα π.Χ. και το οποίο οπωσδήποτε επηρέασε, αλλά και παρήγαγε από μόνο του κάποιες πολύ χρήσιμες ή ίσως και ακόμη ισχύουσες αλήθειες για την δομή και διάκριση τόσο των φυλών όσο και των εθνών ή ακόμη μπορεί να αποτελεί μέχρι και σήμερα έναν εν δυνάμει οδηγό και για την ψυχοσωματική ερμηνεία ενός ανθρώπου, βάσει συγκεκριμένων εξωτερικών στοιχείων εμφανίσεως. Ο συγγραφέας του βιβλίου οπωσδήποτε παραγκωνίζει ευθέως το κατά το κοινώς λεγόμενο: «μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του» και ορίζει κατά τρόπο επιτακτικό ότι όχι μόνο είναι φυσικό να κρίνεται κάποιος εξωτερικά, αλλά προχωράει ένα βήμα παραπέρα ισχυριζόμενος ότι η εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αντανάκλαση της εσωτερικής του σύνθεσης. Αποτελεί δηλαδή τον καθρέπτη, βάσει του οποίου μπορεί κανείς να αντιληφθεί πολλά περισσότερα για το ψυχικό επίπεδο ενός υποκειμένου.

Επιπλέον, δεν μπορεί κάποιος να αφήσει ασχολίαστα τα όσα λίγα, αλλά καίρια και αξιοσημείωτα μνημονεύει και παρατηρεί έστω εμπειρικά και επιφανειακά ο δημιουργός του βιβλίου των Φυσιογνωμικών ως προς το ζήτημα της φυλής. Η ιεραρχία των φυλών και ειδικότερα των εθνών είναι κάτι το αυταπόδεικτο και πρακτικά οφθαλμοφανές και γι’ αυτό εξάλλου στα Φυσιογνωμικά υπάρχει η ρητή έμφαση στο ότι το δηλωτικό της εξωτερικής εμφάνισης ενός ανθρώπου και η πνευματική του κατάσταση είναι κάτι από το οποίο δεν μπορεί απεγκλωβιστεί ένα υποκείμενο, ιδίως δε αν η εξωτερική του εμφάνιση αφορά ένα μόνιμο στοιχείο του, όπως είναι το δέρμα και λιγότερο αν είναι κάτι το επίκτητο και συνεπώς προσωρινό, όπως είναι λόγου χάριν μία αρρώστια. Το προαναφερθέν συμπέρασμα επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για συστατικά στοιχεία της εξωτερικής και ταυτοχρόνως της εσωτερικής του ταυτότητας. Το σημαντικότερο και πιο φιλοσοφικά αξιομνημόνευτο όμως όλων είναι ότι στα Φυσιογνωμικά η εθνολογική ομάδα του μεσογειακού φύλου, στην οποία ομάδα αυτή της λευκής φυσικά φυλής, ανήκουν και οι Έλληνες από κοινού με άλλα μεσογειακά φύλα, όπως οι Ιταλοί και οι Ισπανοί, η εθνολογική αυτή ομάδα λοιπόν προκρίνεται έναντι των υπολοίπων, διότι εκπληρώνει την μεσότητα και αυτό σημαίνει ότι οι μεσογειακοί πληθυσμοί, αριστοτελικά τουλάχιστον κρίνοντας, αποτελούν τους φύσει και κατ’ εξοχήν ενάρετους πληθυσμούς, σύμφωνα και κατ’ αναλογία με το πολύ γνωστό βιβλίο του Αριστοτέλη, ήτοι τα Ηθικά Νικομάχεια. Πρόκειται για τους λαούς, οι οποίοι βρίσκονται μεταξύ του άκρου της υπερβολής των (νορδικών) φυλών της Βόρειας Ευρώπης και του άλλου άκρου της ελλείψεως, η οποία χαρακτηρίζει τις νοτιότερες γεωγραφικά φυλές της Γης και δη τις αφρικανικές της Υποσαχάριας Αφρικής. Υπόψιν ότι το έργο αυτό μπορεί πράγματι να μην είναι επαρκώς τεκμηριωμένο και εμπεριστατωμένο συγκριτικά πολλώ δε μάλλον με το σήμερα, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα εξαιρετικά προχωρημένο για τα δεδομένα της εποχής του κείμενο, το οποίο δε αν πράγματι ανήκει στον Αριστοτέλη, τότε εμπλουτίζει έτι περισσότερο το γνωστικό του υπόβαθρο, αν δε είναι απλώς αποτέλεσμα αριστοτελικής επιρροής, τότε αποδεικνύει το εύρος της εξαιρετικά διάχυτης διανόησης εκείνης της εποχής στον αρχαιοελληνικό κόσμο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου