Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

100 χρόνια...

 


τoυ Μαυρομετωπίτη


28η Οκτωβρίου. Οι δημοκράτες, οι φιλελεύθεροι, οι κομμουνιστές, οι ζητωπατριώτες, οι ακροδεξιοί, όλος ο συρφετός αδελφωμένος γιορτάζει το αντιφασιστικό έπος του 1940, τις άδοξες εκείνες ημέρες κατά τις οποίες οι Έλληνες στρατιώτες προδόθηκαν και εξαπατήθηκαν πολέμωντας σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους. Σκοτώθηκαν, πάγωσαν, τραυματίστηκαν χιλιάδες για να γίνει το σπίτι τους υποθήκη στα χέρια των τραπεζών και η Πατρίδα τους έρμαιο των εκατοντάδων δολοφονικών και διεστραμμένων αλλοφύλων που εισάγει μαζικά το καπιταλιστικό σύστημα με σκοπό την καθυποταγή της Ευρώπης. Αυτό γιορτάζουν και τιμούν οι πάσης φύσεως αντιφασίστες από τους κόκκινους μέχρι τους γαλανόλευκους. 82 χρόνια μετά η έκβαση των γεγονότων δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας...


Ακόμη και μέσα σε αυτόν τον σάπιο κόσμο, ωστόσο, υπάρχει μία μικρή ικμάδα φωτός. Μία δράκα λίγων Τελευταίων Πιστών και Αποστόλων της Ιερής Φλόγας, μία δράκα «αιρετικών» και απόκληρων οι οποίοι έχουν στραμμένο το βλέμμα προς την Ρώμη. Προς τα εκεί όπου 100 χρόνια πριν, άκριβως την ίδια ημερομηνία, ανέτειλλε το Άστρο της Εύρωπης. Εκεί όπου φύτρωσε ο Καρπός τον οποίον για χρόνια ωρίμαζε το «κορόιδο» με την «στολή και τα φτερά», ο Τελευταίος Καίσαρας. Εκεί οπού γεννήθηκε ο Φασίσμος, η εκρηκτική σύνθεση του σοσιαλιστικού αντικαπιταλισμού και του επαναστατικού εθνικισμού, τέκνο των εργατών, των αναρχικών, των αγροτών και των πολεμιστών. Η απόλυτη ενσάρκωση του Αριανικού μαχητικού πνεύματος, της ιδεαλιστικής βουλησιοκρατίας και του ριζοσπαστικού αντι-αστισμού. Η ύστατη ελπίδα για την σωτηρία της Ευρώπης από τις αλυσίδες του εβραϊκού καπιταλισμού και του ανατολίτικου μπολσεβικισμού. Πριν ακριβώς 100 χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου του 1922, ο Μπενίτο Μουσολίνι μαζί με τους χιλιάδες Μελανοχίτωνες του βάδισαν προς την Ρώμη έχοντας τα μαύρα λάβαρα υψωμένα. Μερικά χρόνια αργότερα, στο Μόναχο της Γερμανίας, ο Αδόλφος Χίτλερ και οι άνδρες με τα καφέ πουκάμισα θα προσπαθήσουν να τους μιμήθουν, μόνο που οι Μοίρες της Ιστορίας είχαν προδιάγραψει για αυτούς μία διαφορετική πορεία. Η Ιταλία ήταν η χώρα που πρώτη αποκρυστάλλωσε το μίγμα του εθνικισμού και του σοσιαλισμού σε συμπαγή μορφή και ο Φασισμός ήταν ο οδοδείκτης κάθε μετέπειτα εθνικοεπαναστατικής προσπάθειας. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να σταθεί η εθνικοεπαναστατική ιστορία, από την Φαλαγγίτικη Ισπανία και την Αγγλία του Μόσλει μέχρι την Τρίτη Θέση, το Ordine Nuovo και τον Εθνο-μαοϊσμό (Nazi-Maoism). Συνεπώς ο οποιοσδήποτε επιχειρεί να τον αφαιρέσει από το κάδρο της ιστορίας με πρόφαση διάφορα φληναφήματα, αφήνει χωρίς θεμέλια τον εθνικοσοσιαλιστικό αγώνα. 


100 χρόνια μετά η αποτύχια των «εθνικολαϊκιστικών» κινήματων αποδεικνύει ότι ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός εξακολουθεί να είναι αναγκαιότητα. Η Μελόνι, η Λεπέν, ο Σαλβίνι, ο Ορμπάν - οι ακροδεξιοί απόγονοι του Μπαντόλιο και του Τσιάνο - αποτελούν άλλη μία εφεδρεία του έχθρου, μία δικλείδα ασφαλείας για τη προστασία του Αμερικανισμού και του Καπιταλισμού, ένα αλεξικέραυνο που παρεκτρέπει την λαϊκή οργή από τον πραγματικό στόχο και τις δομές της παγκοσμιοποιήσης. 100 χρόνια μετά η Θέληση και η Ορμή για την επανάληψη της Εθνικής και Σοσιαλιστικής Επανάστασης πρέπει να μας διακατέχουν πιο έντονες από ποτέ. Σε αντιδιαστολή λοιπόν με τους διάφορους αστούς εθνικόφρονες που υπογράφουν δηλώσεις μετανοίας και αποκηρύττουν μέτα βδελυγμίας το «αυγό του φιδιού» εμείς συνεχίζουμε να χαιρετάμε με το δεξί χέρι υψωμένο και να φωνάζουμε Δύνατα και Υπηρήφανα «Ζήτω ο Φασισμός». Ένας Φασισμός όμως διαφορετικός που δεν θα επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Ένας Φασισμός αποκαθαρμένος από τα ακροδεξιά παράσιτα που αποτέλεσαν την αίτια της προδοσίας και της ιστορικής κατάρρευσης του. Ένας Φασισμός όμοιος με αυτόν των πρώτων κινηματικών χρόνων και με τον ένδοξο του Σαλό. Ένας Φασισμός γνήσιος, επαναστατικός, ριζοσπαστικός και αντικαπιταλιστικός. 




Κλείνοντας ας θυμηθούμε τα λόγια του ίδιου του Μουσολίνι: «Σήμερα δηλώνω, ότι ο Φασισμός ως ιδέα, διδασκαλία και πραγμάτωση ισχύει για όλο τον κόσμο. Είναι ιταλικός στις ιδιαιτερότητες των θεσμών του, όμως παγκόσμιος στο πνεύμα του».


Θα επιστρέψουμε...και αυτή την φορά μόνιμα!






Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Ο Αδόλφος Χίτλερ εκκαθαρίζει το κόμμα από τους «Μπολσεβίκους των Σαλονιών»

 


Στις 4 Ιουλίου 1930 ο Όττο Στράσσερ με το κείμενο του «Οι Σοσιαλιστές Εγκαταλείπουν το NSDAP» ανακοινωσε την αποχώρηση του από το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, αναλύοντας όλους τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό το «διαζύγιο». Στο ίδιο κείμενο κάνει αναφορά σε μία επιστολή που έστειλε ο Αδόλφος Χίτλερ προς τον Γκαουλάιτερ του Βερολίνου, Γκέμπελς, ζητώντας σε αυτή την ανελέητη εκκαθάριση του Κόμματος από τους «Μπολσεβίκους των Σαλονιών». Ο γελοίος όρος «Μπολσεβίκος των Σαλονιών» ήταν μία κωμική επινόηση του Αδόλφου Χίτλερ για να καταδείξει ότι η «στρασσερική» φράξια του Κόμματος αποτελούταν άπο, δήθεν, αμπελοφιλοσόφους οι οποίοι δεν είχαν καμία ουσιαστική και ακτιβιστική προσφορά αλλά συζητούσαν την «επανάσταση» και τον «σοσιαλισμό» στην ασφάλεια των σαλονιών τους. Η επιστολή που δημοσιεύθηκε δημόσια στις 3 Ιουλίου 1930 (μία ημέρα προτού δημοσιέυσει ο Όττο το δικό του κείμενο) στην βερολινέζικη εθνικοσοσιαλιστική εφημερίδα «Der Angriff» αναδημοσιεύεται στα ελληνικά από τις «ΜΑΥΡΕΣ ΛΕΓΕΩΝΕΣ» για λόγους ιστορικού ενδιαφέροντος. Άξιο αναφοράς είναι πάντως πως η «εκκαθάριση» άφησε ανέπαφο τον Γκρέγκορ Στράσσερ ο οποίος έμεινε πιστός στον «Φύρερ» μέχρι το 1932. 


Η επιστολή που έστειλε ο Αδόλφος Χίτλερ στον Γιόσεφ Γκέμπελς το 1930 αναφορικά με την δίωξη των «στρασσερικών» από το NSDAP


Μόναχο, 30η Ιουνίου 1930


Δρ. Γιόσεφ Γκέμπελς,
Γκάουλαιτερ του Βερολίνου


Ως υπέυθυνος Αρχηγός του NSDAP, παρατηρώ εδώ και μήνες ορισμένες προσπάθειες να προκληθεί διχόνοια, σύγχυση και ανυπακοή στις τάξεις του Κινήματος. Κάτω από τη μάσκα της επιθυμίας να αγωνιστούμε για τον σοσιαλισμό, υποστηρίζεται μία πολιτική που ανταποκρίνεται πλήρως στους σχεδιασμούς των εβραιοφιλελεύθερων-μαρξιστών αντιπάλων μας. Αυτό το οποίο επιζητούν αυτοί οι κύκλοι, συμβιβάζεται πλήρως με τις επιθυμίες των εχθρών μας, από το Κόκκινο Λάβαρο (Rote Fahne) μέχρι την εφημερίδα του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης (Frankfurter Borsenzeitung)[1]. Θεωρώ λοιπόν απαραίτητο να διωχθούν ανελέητα και χωρίς καμία εξαίρεση αυτά τα στοιχεία από το Κόμμα. 


Όσο θα ηγούμαι του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, δεν πρόκειται να επιτρέψω να καταστεί αυτό λέσχη ψευδοδιανοουμένων ή χαοτικών μπολσεβίκων των σαλονιών. Αντιθέτως, θα παραμείνει αυτό που είναι σήμερα, μία πειθαρχημένη οργάνωση που δεν δημιουργήθηκε για να ικανοποιεί τη δογματική παρωδία των «πολιτικά περιπλανώμενων»[2], αλλά για να παλέψει για μία μελλοντική Γερμανία στην οποία οι έννοιες των τάξεων θα έχουν καταρρεύσει και ο αναγεννημένος γερμανικός λαός θα διεκδικεί τη μοίρα του. 


Πριν μερικά χρόνια, αγαπητέ Δόκτωρα Γκέμπελς, σας όρισα στη πιο δύσκολη θέση του Ράιχ. Σήμερα πρέπει να σας ζητήσω, επιδιώκοντας να εφαρμόσετε το καθήκον που επιβάλει αυτή η θέση, να πραγματοποιήσετε τη πιο ανελέητη εκκαθάριση του Κόμματος στο Βερολίνο από αυτά τα βλαβερά στοιχεία. Έδωσα εντολή στην Επιτροπή Ερευνών Ράιχ (Uschla)[3] να σας συμπαρασταθεί με κάθε δυνατό τρόπο. Συμπεριφερθείτε αδίστακτα και σκληρά. Θα ήθελα να εκφράσω εκ των προτέρων τις ευχαριστίες μου και την εκτίμηση μου για τη πραγματοποίηση αυτής της εργασίας. Έχετε στο πλευρό σας όλο το Κίνημα, ολόκληρο το ηγετικό επιτελείο (Fuhrerstab), τα SA και τα SS καθώς και κάθε δημόσιο εκπρόσωπο του Κόμματος. 


Λοιπόν, αναλάβετε δράση! Η ηγεσία του Κόμματος (Reichsparteifuhrung) θα κάνει ότι είναι απαραίτητο για να επιβάλει τη θέληση σας και να προωθήσει τη συμμόρφωση με τις οδηγίες σας. 



Με γερμανικούς χαιρετισμούς!


Με εκτίμηση Αδόλφος Χίτλερ, πρόεδρος του Κόμματος.


Πρωτοδημοσιεύθηκε στη «Der Angriff» στις 3 Ιουλίου 1930


[1]: Το «Κόκκινο Λάβαρο» (Rote Fahne) ήταν η επίσημη εφημερίδα του KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας). Ιδρύθηκε το 1918 από τον Κάρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και αποτελούσε το κεντρικό όργανο της Ένωσης Σπαρτακιστών πριν αυτή εξελιχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η εφημερίδα Frankfurt Stock - Market Gazzete (Frankfurter Borsenzeitung) ιδρύθηκε το 1867 και ήταν η πιο σημαντική εφημερίδα οικονομικών ζητημάτων στη Γερμανία. Από τους εθνικοσοσιαλιστές θεωρήθηκε ότι προάγει τα χρηματιστηριακά και καπιταλιστικά συμφέροντα. 


[2]: «Πολιτικά Περιπλανώμενοι» - η λέξη που χρησιμοποιεί ο Χίτλερ στο γερμανικό κείμενο είναι «Wanderwogel» που κυριολεκτικά μεταφράζεται ως «αποδημητικά πουλιά». O όρος εδώ έχει διττή σημασία πέρα από την απόρριψη του Χίτλερ προς τους εσωκομματικά αντιπολιτευόμενους του. Το «Wanderwogel» ήταν το όνομα που δόθηκε σε μία ομάδα προσκοπικών οργανώσεων που αναπτύχθηκαν από τη γερμανική νεολαία γύρω στα τέλη του 1800, ως επιθυμία να βρεθεί ξανά σε επαφή με τη φύση και τη Πατρίδα. Μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο το Wanderwogel εξελίχθηκε σε Bundische Jugend που συχνά είχαν έναν πιο ρητό πολιτικό προσανατολισμό. Πολλά από τα μέλη του NSDAP αλλά και άλλων εθνικιστικών κινημάτων προήλθαν από τους Wanderwogel, έτσι ο Αδόλφος χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό δεν υπονοεί μόνο ότι οι «στρασσερικοί» είναι «περιπλανώμενοι» με στόχο να σπείρουν τη διχόνοια και να επιβάλουν τις απόψεις τους, αλλά τους συγκρίνει και με τους πολιτικούς προσκόπους, παιδάκια που παίζουν με στολές και σημαίες και πιστεύουν σε ουτοπικά ιδανικά. 


[3]: «Επιτροπή Ερευνών Ράιχ» - γραμμένο στο γερμανικό κείμενο από τον Χίτλερ ως «Reich Untersuchung und Schlichtungs-Ausschuß» ή «Επιτροπή Ερευνών και Διακανονισμών» (RUSchlA). Η RUSchlA ιδρύθηκε από τον Χίτλερ το 1926 για να επιλύει εσωτερικές διαφορές εντός του Κόμματος. Λειτουργούσε σε πολλαπλά επίπεδα για να ταιριάζει με τον οργανωτικό μηχανισμό του Κόμματος ενώ εμπεριείχε και το περιφερειακό USchlA που διαιτήτευε διαφορές κατωτέρου επιπέδου. Το Δεκέμβριο του 1933 ψηφίστηκε νομοθεσία που καθιέρωσε τη νομική του ενότητα με τον κρατικό μηχανισμό και έτσι τα RUSchlA/USchlA λειτουργούσαν παράλληλα με τα υπάρχοντα δικαστήρια ως ξεχωριστός κλάδος του νομικού συστήματος. 



Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Αδόλφος Χίτλερ: «Η ματαιότητα του κοινοβουλευτικού αγώνα»

 



«Κατά τη γνώμη μου, η κατάρρευση του πανγερμανικού κινήματος στην Αυστρία είχε τρεις αιτίες:


Πρώτον, η ασαφής αντίληψη της σημασίας του κοινωνικού προβλήματος, ειδικά για ένα νέο, ουσιαστικά επαναστατικό κόμμα. Από τη στιγμή που ο Σένερερ και οι οπαδοί του στράφηκαν κυρίως προς τα αστικά στρώματα, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι πολύ αδύναμο και ήπιο. Η γερμανική αστική τάξη, κυρίως στους ανώτερούς της κύκλους, αν και κάποιοι δεν μπορούν να το υποψιαστούν, είναι φιλειρηνική μέχρι το σημείο της πλήρους αυταπάρνησης όσον αφορά τα εσωτερικά ζητήματα του έθνους και του κράτους. Τις καλές εποχές, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση σε εποχές καλής διακυβέρνησης, μια τέτοια συμπεριφορά αυτών των στρωμάτων είναι εξαιρετικά πολύτιμη για το κράτος· σε εποχές όμως κατώτερων καθεστώτων είναι εξαιρετικά καταστροφική. Για να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή ενός αληθινά σοβαρού αγώνα, το πανγερμανικό κίνημα έπρεπε πάνω απ’ όλα να αφοσιωθεί στην προσέλκυση των μαζών. Το γεγονός ότι δεν το έκανε, του στέρησε εξαρχής τη στοιχειώδη ορμή που χρειάζεται ένα κύμα τέτοιου είδους, αν δεν ήθελε να σβήσει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.


Αν η αρχή αυτή δεν ληφθεί υπόψη και δεν εφαρμοστεί από το ξεκίνημα, το νέο κόμμα χάνει κάθε πιθανότητα μελλοντικής συμπλήρωσης των παραλείψεων. Γιατί έχοντας προσελκύσει ένα εξαιρετικά μεγάλο αριθμό μετριοπαθών-αστικών στοιχείων, η βασική συμπεριφορά του κινήματος θα καθορίζεται πάντα από αυτά και έτσι θα χάσει κάθε προοπτική να προσελκύσει υπολογίσιμες δυνάμεις από τις πλατιές μάζες. Με αυτό όμως, ένα τέτοιο κίνημα δεν θα ξεπεράσει ποτέ τα όρια της απλής δυσαρέσκειας και κριτικής. Η πίστη που μοιάζει λίγοπολύ με θρησκεία, σε συνδυασμό με ένα παρόμοιο πνεύμα θυσίας, δεν θα ξαναβρεθεί ποτέ· στη θέση της όμως θα αναπτυχθεί μια προσπάθεια σταδιακής άμβλυνσης της οξύτητας του αγώνα μέσω «θετικών» συνεργασιών που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνουν αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης, για να καταλήξουμε τελικά σε μια νοσηρή ειρήνη. 


Αυτό συνέβη και με το πανγερμανικό κίνημα, επειδή εξαρχής δεν έδωσε εξέχουσα σημασία στην προσέλκυση οπαδών από τις πλατιές μάζες. Κατέληξε έτσι στην «αστική ευγένεια και στον συμβιβασμένο ριζοσπαστισμό». Από αυτό το σφάλμα προέκυψε ο δεύτερος λόγος της ραγδαίας πτώσης του.


Η κατάσταση του γερμανικού στοιχείου στην Αυστρία ήταν ήδη απελπιστική την εποχή που εμφανίστηκε το πανγερμανικό κίνημα. Χρόνο με το χρόνο το κοινοβούλιο γινόταν όργανο της αργής εξόντωσης του γερμανικού λαού. Καμιά προσπάθεια σωτηρίας την τελευταία ώρα δεν θα μπορούσε να έχει καμία ελπίδα επιτυχίας, έστω και την παραμικρή, αν δεν καταργούσε αυτόν τον θεσμό. 


Έτσι το κίνημα ήρθε αντιμέτωπο με ένα ερώτημα θεμελιώδους σημασίας:   Έπρεπε, για να καταργήσουν το κοινοβούλιο, να μπουν στο κοινοβούλιο και όπως λένε, «για να το υπονομεύσουν από μέσα», ή έπρεπε να κάνουν αυτόν τον αγώνα απ’ έξω, με μια επίθεση στο ίδιο το θεσμικό όργανο;


Μπήκαν και βγήκαν ηττημένοι. Φυσικά, έπρεπε να μπουν. Για να διεξαγάγεις έναν αγώνα ενάντια σε μια τέτοια δύναμη απ’ έξω πρέπει να οπλίζεις τον εαυτό σου με ακλόνητο θάρρος, αλλά και να είσαι έτοιμος για ατέλειωτες θυσίες. Τον ταύρο τον πιάνουμε από τα κέρατα, δεχόμαστε συνέχεια βαριά χτυπήματα, μας ρίχνει στο έδαφος, μερικές φορές σηκωνόμαστε ξανά με σπασμένα άκρα, αλλά μόνο μετά από έναν τέτοιο σκληρό αγώνα η νίκη θα χαμογελάσει στον ατρόμητο που θα το τολμήσει. Μόνο το μεγαλείο των θυσιών μπορεί να προσελκύσει νέους μαχητές στον αγώνα μέχρι που τελικά η επιμονή να στεφθεί με τη νίκη.


Για κάτι τέτοιο όμως χρειάζονται τα παιδιά του λαού από τις πλατιές μάζες. Μόνο αυτά είναι αποφασισμένα κι όσο πρέπει δυνατά για να πολεμήσουν μέχρι το αιματηρό τέλος αυτού του αγώνα. Αυτές ακριβώς οι πλατιές μάζες όμως έλειψαν από το πανγερμανικό κίνημα· οπότε δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να μπει στο κοινοβούλιο.


Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι αυτή η απόφαση ήταν αποτέλεσμα πολλών εσωτερικών δισταγμών και μακρών διαβουλεύσεων· όχι, καμία άλλη ιδέα δεν τους πέρασε από το μυαλό. Η συμμετοχή σ’ αυτή την ηλιθιότητα ήταν ο αντίκτυπος των γενικών και ασαφών αντιλήψεών τους όσον αφορά τη σημασία και το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συμμετοχής σε ένα θεσμό που εξαρχής είχε ήδη αναγνωριστεί σαν εσφαλμένος. Γενικά ήλπιζαν ότι αυτό θα διευκόλυνε τη διαφώτιση της πλατιάς μάζας, αφού τώρα θα είχαν μια ευκαιρία να μιλήσουν μπροστά στο «φόρουμ όλου του έθνους». Επιπλέον, τους φάνηκε πειστικό ότι η επίθεση στη ρίζα του προβλήματος έπρεπε να είναι πιο επιτυχημένη από μια επίθεση απ’ έξω. Πίστευαν ότι η ασφάλεια του κάθε μαχητή αυξανόταν από την προστασία της βουλευτικής ασυλίας και έτσι αυτό θα μπορούσε μόνο να ενισχύσει τη δύναμη της επίθεσης.


Στην πραγματικότητα, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Το φόρουμ μπροστά στο οποίο μίλησαν οι πανγερμανιστές βουλευτές δεν είχε γίνει μεγαλύτερο αλλά μάλλον μικρότερο· γιατί ο καθένας μιλάει μόνο μπροστά στον κύκλο που μπορεί να τον ακούσει ή βρίσκει μια περίληψη των όσων έχει πει σε δημοσιεύσεις του Τύπου.  Επιπλέον, το μεγαλύτερο άμεσο φόρουμ ακροατών δεν το αποτελεί η αίθουσα του κοινοβουλίου αλλά οι μεγάλες δημόσιες συγκεντρώσεις. Γιατί σ’ αυτές υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που έχουν έρθει μόνο και μόνο για να ακούσουν τι έχει να τους πει ο ομιλητής, ενώ στην αίθουσα συνεδριάσεων του κοινοβουλίου υπάρχουν μόνο λίγες εκατοντάδες και οι περισσότεροι απ’ αυτούς παρευρίσκονται μόνο για να δικαιολογήσουν τον μισθό τους και όχι για να αφήσουν τη σοφία του ενός ή του άλλου συναδέλφου «εκπροσώπου του λαού» να λάμψει μέσα τους. Μα πάνω απ’ όλα: Αυτοί είναι πάντα το ίδιο ακροατήριο, που δεν θα μάθει ποτέ τίποτα καινούργιο, αφού εκτός από την εξυπνάδα του λείπει και οποιοδήποτε ίχνος θέλησης.


Ποτέ κανείς από αυτούς τους εκπροσώπους του λαού δεν θα δώσει τα εύσημα σε κάποια αλήθεια ανώτερη από τη δική του και δεν θα θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία της. Όχι, κανένας δεν θα το κάνει αυτό, εκτός αν έχει λόγους να ελπίζει ότι με μια τέτοια μετακίνηση μπορεί να εξασφαλίσει τη θητεία του για μια ακόμη περίοδο. Μόνο όταν πλανάται στον αέρα ότι το προηγούμενό τους κόμμα θα τα πάει άσχημα στις επερχόμενες εκλογές, αυτά τα στολίδια της ανδρείας αρχίζουν να ψάχνουν πώς μπορούν να μετακινηθούν σε άλλο κόμμα ή μία τάση που υποθέτουν ότι θα τα πάει καλύτερα, και αυτή η αλλαγή θέσης γίνεται συνήθως κάτω από ένα καταιγισμό ηθικών δικαιολογιών. Επομένως, κάθε φορά που ένα καθιερωμένο κόμμα φαίνεται να πέφτει στη δυσμένεια του λαού σε τέτοιο βαθμό που η πιθανότητα μιας ταπεινωτικής ήττας φαντάζει απειλητική, αρχίζει πάντα μια μεγάλη μεταστροφή: τότε οι ποντικοί του κοινοβουλίου εγκαταλείπουν το πλοίο του κόμματος. 


Όλα αυτά όμως δεν έχουν καμία σχέση με την καλύτερη γνώση ή τα κίνητρα, αλλά μόνο με το διορατικό χάρισμα που προειδοποιεί αυτούς τους κοριούς του κοινοβουλίου την κατάλληλη στιγμή και τους κάνει να πέφτουν κάθε φορά και σε άλλο ζεστό κομματικό κρεβάτι. Το να μιλάς μπροστά σε ένα τέτοιο «φόρουμ» είναι σαν να ρίχνεις μαργαριτάρια στα γουρούνια. Πραγματικά δεν αξίζει τον κόπο! Το αποτέλεσμα εδώ δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ένα μηδενικό. Και αυτό ακριβώς ήταν. Οι πανγερμανιστές βουλευτές μπορούσαν να ξελαρυγγιάζονται· δεν είχε αποτέλεσμα.


Ο Τύπος είτε σιωπούσε γι’ αυτούς είτε περιέκοπτε τις ομιλίες τους με τέτοιο τρόπο που κάθε συνοχή και συχνά ακόμη και το νόημα, διαστρεβλωνόταν ή χανόταν τελείως δίνοντας στην κοινή γνώμη μια  πολύ κακή εικόνα των προθέσεων του νέου κινήματος. Αυτά που έλεγαν οι διάφοροι κύριοι δεν είχαν και πολλή σημασία· το πιο σημαντικό ήταν αυτά που διάβαζαν γι’ αυτούς. Αυτά όμως ήταν αποσπάσματα από τις ομιλίες τους, τόσο ασύνδετα μεταξύ τους που δεν μπορούσαν παρά να φαίνονται παράλογα. Το μόνο φόρουμ στο οποίο θα μπορούσαν πραγματικά να μιλήσουν αποτελούνταν από πεντακόσιους βουλευτές και αυτό λέει πολλά.


Το χειρότερο όμως ήταν το εξής: Το πανγερμανικό κίνημα μπορούσε να υπολογίζει στην επιτυχία μόνο αν συνειδητοποιούσε από την πρώτη μέρα ότι αυτό που διακυβευόταν εδώ δεν ήταν ένα νέο κόμμα, αλλά μια νέα κοσμοθεωρία. Μόνο μια τέτοια μπορούσε να συγκεντρώσει την εσωτερική δύναμη για να δώσει αυτή τη γιγάντια μάχη. Και γι’ αυτό τον σκοπό, μόνο τα καλύτερα και τα πιο θαρραλέα μυαλά μπορούσαν να χρησιμεύσουν σαν ηγέτες.


Αν ο αγώνας για μια κοσμοθεωρία δεν καθοδηγείται από ήρωες έτοιμους να κάνουν θυσίες, σε λίγο καιρό δεν θα βρίσκει ούτε οπαδούς πρόθυμους να αντιμετωπίσουν τον θάνατο. Όποιος παλεύει εδώ για την δική του ύπαρξη, δεν μπορεί να αφήνει πολλά στην κοινότητα.


Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανάγκη, είναι απαραίτητο να γνωρίζουν όλοι ότι το νέο κίνημα μπορεί να προσφέρει δόξα και τιμή στο μέλλον, αλλά τίποτα στο παρόν. Όσο πιο εύκολα ένα κίνημα προσφέρει θέσεις και αξιώματα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η εισροή κατώτερου υλικού και στο τέλος αυτά τα πολιτικά παράσιτα θα κυριαρχήσουν σε ένα επιτυχημένο κόμμα σε τέτοιο βαθμό που οι έντιμοι αγωνιστές των πρώτων ημερών δεν θα αναγνωρίζουν πλέον το παλιό κίνημα και οι νεοφερμένοι θα τους παραγκωνίσουν σαν «ανεπιθύμητους» εισβολείς. Όταν συμβεί όμως αυτό, η «αποστολή» ενός τέτοιου κινήματος θα έχει τελειώσει.


Μόλις το πανγερμανικό κίνημα αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο κοινοβούλιο, άρχισε να προσελκύει «κοινοβουλευτικούς» αντί για ηγέτες και αγωνιστές. Έτσι βυθίστηκε στο επίπεδο των συνηθισμένων πολιτικών κομμάτων της εποχής και έχασε τη δύναμη για να αντιταχθεί σε μια καταστροφική μοίρα με την αγωνιστικότητα ενός μάρτυρα. Αντί να πολεμά, έμαθε τώρα να «μιλάει» και να «διαπραγματεύεται». Ο νέος κοινοβουλευτικός, όμως, σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε σαν πιο ελκυστικό, γιατί ήταν λιγότερο επικίνδυνο, το καθήκον να πολεμά για τη νέα κοσμοθεωρία με τα «πνευματικά» όπλα της κοινοβουλευτικής ρητορείας παρά να διακινδυνεύει τη ζωή του, αν χρειαζόταν, μπαίνοντας σε έναν αγώνα του οποίου η έκβαση ήταν αβέβαιη και ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν θα του απέφερε κανένα κέρδος.


Από τη στιγμή που απέκτησαν μέλη στο κοινοβούλιο, οι οπαδοί απ’ έξω άρχισαν να ελπίζουν και να περιμένουν θαύματα, τα οποία φυσικά δεν έγιναν και δεν μπορούσαν να γίνουν. Για το λόγο αυτό σύντομα άρχισαν να γίνονται ανυπόμονοι, γιατί ακόμα κι αυτά που άκουσαν από τους δικούς τους βουλευτές δεν ανταποκρίνονταν σε καμία περίπτωση στις προσδοκίες των ψηφοφόρων. Αυτό ήταν εύκολο να εξηγηθεί, αφού ο εχθρικός Τύπος φρόντιζε να μη δίνει στον λαό μια αληθινή εικόνα του έργου των πανγερμανιστών βουλευτών.


Όσο περισσότερο όμως οι νέοι εκπρόσωποι του λαού έπαιρναν μια γεύση από τον κάπως πιο ήπιο είδος του «επαναστατικού» αγώνα στο κοινοβούλιο και στις κρατικές συνελεύσεις, τόσο λιγότερο πρόθυμοι γίνονταν να επιστρέψουν στο πιο επικίνδυνο έργο της διαφώτισης των μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού. Οι μαζικές συγκεντρώσεις, ο μόνος τρόπος για να ασκήσει κανείς μια αληθινά προσωπική και ως εκ τούτου αποτελεσματική επιρροή σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και έτσι να μπορέσει να τα κερδίσει, ερχόταν όλο και περισσότερο σε δεύτερη μοίρα.


Από τη στιγμή που τα θεωρεία του κοινοβουλίου αντικατέστησαν τα τραπέζια στις μπυραρίες των λαϊκών συγκεντρώσεων και οι λόγοι απευθύνονταν από αυτά τα φόρουμ όχι προς τον λαό αλλά προς τα κεφάλια των αποκαλούμενων «εκλεκτών», το πανγερμανικό κίνημα έπαψε να είναι ένα κίνημα του λαού και σε μικρό χρονικό διάστημα υποβιβάστηκε σε μια λίγο-πολύ λέσχη σοβαρών ακαδημαϊκών συζητήσεων. Συνεπώς, η κακή εντύπωση που άφηνε ο Τύπος δεν διορθωνόταν καθόλου από τις προσωπικές δραστηριότητες των κυρίων, με αποτέλεσμα η λέξη «πανγερμανισμός» να ακούγεται άσχημα στα αυτιά της πλατιάς μάζας.


Γιατί σ’ όλους τους σημερινούς ιππότες και λιμοκοντόρους της πένας πρέπει να τους πούμε αυτό: οι μεγαλύτερες επαναστάσεις σε αυτόν τον κόσμο δεν καθοδηγήθηκαν ποτέ από μια γραφίδα! Όχι, η πένα πάντα προοριζόταν για τη θεωρητική τους θεμελίωση. Όμως η δύναμη που ξεκίνησε τις μεγάλες ιστορικές χιονοστιβάδες θρησκευτικής και πολιτικής φύσης ήταν πάντα η μαγική δύναμη του λόγου και μόνον αυτή.


Οι πλατιές μάζες ενός λαού πάνω απ’ όλα μπορούν να συγκινηθούν μόνο από τη δύναμη του λόγου. Όλα τα μεγάλα κινήματα όμως είναι λαϊκά κινήματα, είναι ηφαιστειακές εκρήξεις του ανθρώπινου πάθους και των ψυχικών συγκινήσεων, που προκλήθηκαν είτε από τη σκληρή θεά της ανάγκης είτε από τον αναμμένο πυρσό του λόγου που εκσφενδονίστηκε ανάμεσα στις μάζες και δεν είναι γλυκανάλατα εκχυλίσματα των αισθητιστών συγγραφέων και των ηρώων των σαλονιών. Η μοίρα των εθνών μπορεί να ανατραπεί μόνο από μια καταιγίδα καυτού πάθους, αλλά το πάθος μπορεί να ξυπνήσει μόνο από εκείνον που το κουβαλάει μέσα του».


Ο Αγών Μου, έκδοση Stalag, σελίδες 104 - 109 



ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ




Σημείωση: Κάθε καλοπροαίρετος και σκεπτικιστής αναγνώστης, μπορεί να κάνει τον παραλληλισμό και τη σύγκριση των άνωθεν ορθότατων παρατήρησεων του Αδόλφου με τη μετέπειτα πορεία του NSDAP αλλά και τη πορεία των διαφόρων ελληνικών ακροδεξιών κόμματων.