«Κατά τη γνώμη μου, η κατάρρευση του πανγερμανικού κινήματος
στην Αυστρία είχε τρεις αιτίες:
Πρώτον, η ασαφής αντίληψη της σημασίας του κοινωνικού
προβλήματος, ειδικά για ένα νέο, ουσιαστικά επαναστατικό κόμμα. Από τη στιγμή που ο Σένερερ και οι οπαδοί του στράφηκαν κυρίως
προς τα αστικά στρώματα, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να
είναι πολύ αδύναμο και ήπιο. Η γερμανική αστική τάξη, κυρίως στους ανώτερούς της κύκλους, αν
και κάποιοι δεν μπορούν να το υποψιαστούν, είναι φιλειρηνική μέχρι το
σημείο της πλήρους αυταπάρνησης όσον αφορά τα εσωτερικά ζητήματα
του έθνους και του κράτους. Τις καλές εποχές, δηλαδή στην προκειμένη
περίπτωση σε εποχές καλής διακυβέρνησης, μια τέτοια συμπεριφορά
αυτών των στρωμάτων είναι εξαιρετικά πολύτιμη για το κράτος· σε
εποχές όμως κατώτερων καθεστώτων είναι εξαιρετικά καταστροφική.
Για να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή ενός αληθινά σοβαρού αγώνα, το
πανγερμανικό κίνημα έπρεπε πάνω απ’ όλα να αφοσιωθεί στην
προσέλκυση των μαζών. Το γεγονός ότι δεν το έκανε, του στέρησε
εξαρχής τη στοιχειώδη ορμή που χρειάζεται ένα κύμα τέτοιου είδους, αν
δεν ήθελε να σβήσει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Αν η αρχή αυτή δεν ληφθεί υπόψη και δεν εφαρμοστεί από το
ξεκίνημα, το νέο κόμμα χάνει κάθε πιθανότητα μελλοντικής
συμπλήρωσης των παραλείψεων. Γιατί έχοντας προσελκύσει ένα
εξαιρετικά μεγάλο αριθμό μετριοπαθών-αστικών στοιχείων, η βασική
συμπεριφορά του κινήματος θα καθορίζεται πάντα από αυτά και έτσι θα
χάσει κάθε προοπτική να προσελκύσει υπολογίσιμες δυνάμεις από τις
πλατιές μάζες. Με αυτό όμως, ένα τέτοιο κίνημα δεν θα ξεπεράσει ποτέ
τα όρια της απλής δυσαρέσκειας και κριτικής. Η πίστη που μοιάζει λίγοπολύ με θρησκεία, σε συνδυασμό με ένα παρόμοιο πνεύμα θυσίας, δεν θα
ξαναβρεθεί ποτέ· στη θέση της όμως θα αναπτυχθεί μια προσπάθεια
σταδιακής άμβλυνσης της οξύτητας του αγώνα μέσω «θετικών»
συνεργασιών που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνουν αποδοχή της
υπάρχουσας κατάστασης, για να καταλήξουμε τελικά σε μια νοσηρή
ειρήνη.
Αυτό συνέβη και με το πανγερμανικό κίνημα, επειδή εξαρχής δεν
έδωσε εξέχουσα σημασία στην προσέλκυση οπαδών από τις πλατιές
μάζες. Κατέληξε έτσι στην «αστική ευγένεια και στον συμβιβασμένο ριζοσπαστισμό». Από αυτό το σφάλμα προέκυψε ο δεύτερος λόγος της ραγδαίας πτώσης
του.
Η κατάσταση του γερμανικού στοιχείου στην Αυστρία ήταν ήδη
απελπιστική την εποχή που εμφανίστηκε το πανγερμανικό κίνημα. Χρόνο
με το χρόνο το κοινοβούλιο γινόταν όργανο της αργής εξόντωσης του
γερμανικού λαού. Καμιά προσπάθεια σωτηρίας την τελευταία ώρα δεν θα
μπορούσε να έχει καμία ελπίδα επιτυχίας, έστω και την παραμικρή, αν
δεν καταργούσε αυτόν τον θεσμό.
Έτσι το κίνημα ήρθε αντιμέτωπο με ένα ερώτημα θεμελιώδους
σημασίας: Έπρεπε, για να καταργήσουν το κοινοβούλιο, να μπουν στο
κοινοβούλιο και όπως λένε, «για να το υπονομεύσουν από μέσα», ή
έπρεπε να κάνουν αυτόν τον αγώνα απ’ έξω, με μια επίθεση στο ίδιο το
θεσμικό όργανο;
Μπήκαν και βγήκαν ηττημένοι. Φυσικά, έπρεπε να μπουν. Για να διεξαγάγεις έναν αγώνα ενάντια σε μια τέτοια δύναμη απ’ έξω
πρέπει να οπλίζεις τον εαυτό σου με ακλόνητο θάρρος, αλλά και να είσαι
έτοιμος για ατέλειωτες θυσίες. Τον ταύρο τον πιάνουμε από τα κέρατα,
δεχόμαστε συνέχεια βαριά χτυπήματα, μας ρίχνει στο έδαφος, μερικές
φορές σηκωνόμαστε ξανά με σπασμένα άκρα, αλλά μόνο μετά από έναν
τέτοιο σκληρό αγώνα η νίκη θα χαμογελάσει στον ατρόμητο που θα το
τολμήσει. Μόνο το μεγαλείο των θυσιών μπορεί να προσελκύσει νέους
μαχητές στον αγώνα μέχρι που τελικά η επιμονή να στεφθεί με τη νίκη.
Για κάτι τέτοιο όμως χρειάζονται τα παιδιά του λαού από τις πλατιές
μάζες. Μόνο αυτά είναι αποφασισμένα κι όσο πρέπει δυνατά για να
πολεμήσουν μέχρι το αιματηρό τέλος αυτού του αγώνα. Αυτές ακριβώς οι πλατιές μάζες όμως έλειψαν από το πανγερμανικό
κίνημα· οπότε δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να μπει στο κοινοβούλιο.
Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι αυτή η απόφαση ήταν αποτέλεσμα
πολλών εσωτερικών δισταγμών και μακρών διαβουλεύσεων· όχι, καμία
άλλη ιδέα δεν τους πέρασε από το μυαλό. Η συμμετοχή σ’ αυτή την
ηλιθιότητα ήταν ο αντίκτυπος των γενικών και ασαφών αντιλήψεών τους
όσον αφορά τη σημασία και το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συμμετοχής σε
ένα θεσμό που εξαρχής είχε ήδη αναγνωριστεί σαν εσφαλμένος. Γενικά
ήλπιζαν ότι αυτό θα διευκόλυνε τη διαφώτιση της πλατιάς μάζας, αφού
τώρα θα είχαν μια ευκαιρία να μιλήσουν μπροστά στο «φόρουμ όλου του
έθνους». Επιπλέον, τους φάνηκε πειστικό ότι η επίθεση στη ρίζα του
προβλήματος έπρεπε να είναι πιο επιτυχημένη από μια επίθεση απ’ έξω.
Πίστευαν ότι η ασφάλεια του κάθε μαχητή αυξανόταν από την
προστασία της βουλευτικής ασυλίας και έτσι αυτό θα μπορούσε μόνο να
ενισχύσει τη δύναμη της επίθεσης.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Το φόρουμ μπροστά στο οποίο μίλησαν οι πανγερμανιστές βουλευτές
δεν είχε γίνει μεγαλύτερο αλλά μάλλον μικρότερο· γιατί ο καθένας μιλάει
μόνο μπροστά στον κύκλο που μπορεί να τον ακούσει ή βρίσκει μια
περίληψη των όσων έχει πει σε δημοσιεύσεις του Τύπου. Επιπλέον, το μεγαλύτερο άμεσο φόρουμ ακροατών δεν το αποτελεί η
αίθουσα του κοινοβουλίου αλλά οι μεγάλες δημόσιες συγκεντρώσεις. Γιατί σ’ αυτές υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που έχουν έρθει μόνο και
μόνο για να ακούσουν τι έχει να τους πει ο ομιλητής, ενώ στην αίθουσα
συνεδριάσεων του κοινοβουλίου υπάρχουν μόνο λίγες εκατοντάδες και οι
περισσότεροι απ’ αυτούς παρευρίσκονται μόνο για να δικαιολογήσουν
τον μισθό τους και όχι για να αφήσουν τη σοφία του ενός ή του άλλου
συναδέλφου «εκπροσώπου του λαού» να λάμψει μέσα τους. Μα πάνω απ’ όλα: Αυτοί είναι πάντα το ίδιο ακροατήριο, που δεν θα
μάθει ποτέ τίποτα καινούργιο, αφού εκτός από την εξυπνάδα του λείπει
και οποιοδήποτε ίχνος θέλησης.
Ποτέ κανείς από αυτούς τους εκπροσώπους του λαού δεν θα δώσει τα
εύσημα σε κάποια αλήθεια ανώτερη από τη δική του και δεν θα θέσει τον
εαυτό του στην υπηρεσία της. Όχι, κανένας δεν θα το κάνει αυτό, εκτός
αν έχει λόγους να ελπίζει ότι με μια τέτοια μετακίνηση μπορεί να
εξασφαλίσει τη θητεία του για μια ακόμη περίοδο. Μόνο όταν πλανάται
στον αέρα ότι το προηγούμενό τους κόμμα θα τα πάει άσχημα στις
επερχόμενες εκλογές, αυτά τα στολίδια της ανδρείας αρχίζουν να
ψάχνουν πώς μπορούν να μετακινηθούν σε άλλο κόμμα ή μία τάση που
υποθέτουν ότι θα τα πάει καλύτερα, και αυτή η αλλαγή θέσης γίνεται
συνήθως κάτω από ένα καταιγισμό ηθικών δικαιολογιών. Επομένως,
κάθε φορά που ένα καθιερωμένο κόμμα φαίνεται να πέφτει στη
δυσμένεια του λαού σε τέτοιο βαθμό που η πιθανότητα μιας
ταπεινωτικής ήττας φαντάζει απειλητική, αρχίζει πάντα μια μεγάλη
μεταστροφή: τότε οι ποντικοί του κοινοβουλίου εγκαταλείπουν το πλοίο
του κόμματος.
Όλα αυτά όμως δεν έχουν καμία σχέση με την καλύτερη γνώση ή τα
κίνητρα, αλλά μόνο με το διορατικό χάρισμα που προειδοποιεί αυτούς
τους κοριούς του κοινοβουλίου την κατάλληλη στιγμή και τους κάνει να
πέφτουν κάθε φορά και σε άλλο ζεστό κομματικό κρεβάτι. Το να μιλάς μπροστά σε ένα τέτοιο «φόρουμ» είναι σαν να ρίχνεις
μαργαριτάρια στα γουρούνια. Πραγματικά δεν αξίζει τον κόπο! Το
αποτέλεσμα εδώ δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ένα μηδενικό. Και αυτό ακριβώς ήταν. Οι πανγερμανιστές βουλευτές μπορούσαν να
ξελαρυγγιάζονται· δεν είχε αποτέλεσμα.
Ο Τύπος είτε σιωπούσε γι’ αυτούς είτε περιέκοπτε τις ομιλίες τους με
τέτοιο τρόπο που κάθε συνοχή και συχνά ακόμη και το νόημα,
διαστρεβλωνόταν ή χανόταν τελείως δίνοντας στην κοινή γνώμη μια πολύ κακή εικόνα των προθέσεων του νέου κινήματος. Αυτά που έλεγαν
οι διάφοροι κύριοι δεν είχαν και πολλή σημασία· το πιο σημαντικό ήταν
αυτά που διάβαζαν γι’ αυτούς. Αυτά όμως ήταν αποσπάσματα από τις
ομιλίες τους, τόσο ασύνδετα μεταξύ τους που δεν μπορούσαν παρά να
φαίνονται παράλογα. Το μόνο φόρουμ στο οποίο θα μπορούσαν
πραγματικά να μιλήσουν αποτελούνταν από πεντακόσιους βουλευτές και
αυτό λέει πολλά.
Το χειρότερο όμως ήταν το εξής: Το πανγερμανικό κίνημα μπορούσε να υπολογίζει στην επιτυχία μόνο
αν συνειδητοποιούσε από την πρώτη μέρα ότι αυτό που διακυβευόταν
εδώ δεν ήταν ένα νέο κόμμα, αλλά μια νέα κοσμοθεωρία. Μόνο μια
τέτοια μπορούσε να συγκεντρώσει την εσωτερική δύναμη για να δώσει
αυτή τη γιγάντια μάχη. Και γι’ αυτό τον σκοπό, μόνο τα καλύτερα και τα
πιο θαρραλέα μυαλά μπορούσαν να χρησιμεύσουν σαν ηγέτες.
Αν ο αγώνας για μια κοσμοθεωρία δεν καθοδηγείται από ήρωες
έτοιμους να κάνουν θυσίες, σε λίγο καιρό δεν θα βρίσκει ούτε οπαδούς
πρόθυμους να αντιμετωπίσουν τον θάνατο. Όποιος παλεύει εδώ για την
δική του ύπαρξη, δεν μπορεί να αφήνει πολλά στην κοινότητα.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανάγκη, είναι απαραίτητο να γνωρίζουν
όλοι ότι το νέο κίνημα μπορεί να προσφέρει δόξα και τιμή στο μέλλον,
αλλά τίποτα στο παρόν. Όσο πιο εύκολα ένα κίνημα προσφέρει θέσεις
και αξιώματα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η εισροή κατώτερου υλικού και
στο τέλος αυτά τα πολιτικά παράσιτα θα κυριαρχήσουν σε ένα
επιτυχημένο κόμμα σε τέτοιο βαθμό που οι έντιμοι αγωνιστές των
πρώτων ημερών δεν θα αναγνωρίζουν πλέον το παλιό κίνημα και οι
νεοφερμένοι θα τους παραγκωνίσουν σαν «ανεπιθύμητους» εισβολείς.
Όταν συμβεί όμως αυτό, η «αποστολή» ενός τέτοιου κινήματος θα έχει
τελειώσει.
Μόλις το πανγερμανικό κίνημα αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο
κοινοβούλιο, άρχισε να προσελκύει «κοινοβουλευτικούς» αντί για ηγέτες
και αγωνιστές. Έτσι βυθίστηκε στο επίπεδο των συνηθισμένων πολιτικών
κομμάτων της εποχής και έχασε τη δύναμη για να αντιταχθεί σε μια
καταστροφική μοίρα με την αγωνιστικότητα ενός μάρτυρα. Αντί να
πολεμά, έμαθε τώρα να «μιλάει» και να «διαπραγματεύεται». Ο νέος
κοινοβουλευτικός, όμως, σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε σαν πιο
ελκυστικό, γιατί ήταν λιγότερο επικίνδυνο, το καθήκον να πολεμά για τη
νέα κοσμοθεωρία με τα «πνευματικά» όπλα της κοινοβουλευτικής
ρητορείας παρά να διακινδυνεύει τη ζωή του, αν χρειαζόταν, μπαίνοντας
σε έναν αγώνα του οποίου η έκβαση ήταν αβέβαιη και ο οποίος σε κάθε
περίπτωση δεν θα του απέφερε κανένα κέρδος.
Από τη στιγμή που απέκτησαν μέλη στο κοινοβούλιο, οι οπαδοί απ’
έξω άρχισαν να ελπίζουν και να περιμένουν θαύματα, τα οποία φυσικά
δεν έγιναν και δεν μπορούσαν να γίνουν. Για το λόγο αυτό σύντομα
άρχισαν να γίνονται ανυπόμονοι, γιατί ακόμα κι αυτά που άκουσαν από τους δικούς τους βουλευτές δεν ανταποκρίνονταν σε καμία περίπτωση
στις προσδοκίες των ψηφοφόρων. Αυτό ήταν εύκολο να εξηγηθεί, αφού ο
εχθρικός Τύπος φρόντιζε να μη δίνει στον λαό μια αληθινή εικόνα του
έργου των πανγερμανιστών βουλευτών.
Όσο περισσότερο όμως οι νέοι εκπρόσωποι του λαού έπαιρναν μια
γεύση από τον κάπως πιο ήπιο είδος του «επαναστατικού» αγώνα στο
κοινοβούλιο και στις κρατικές συνελεύσεις, τόσο λιγότερο πρόθυμοι
γίνονταν να επιστρέψουν στο πιο επικίνδυνο έργο της διαφώτισης των
μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού. Οι μαζικές συγκεντρώσεις, ο μόνος τρόπος για να ασκήσει κανείς μια
αληθινά προσωπική και ως εκ τούτου αποτελεσματική επιρροή σε
μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και έτσι να μπορέσει να τα κερδίσει,
ερχόταν όλο και περισσότερο σε δεύτερη μοίρα.
Από τη στιγμή που τα θεωρεία του κοινοβουλίου αντικατέστησαν τα
τραπέζια στις μπυραρίες των λαϊκών συγκεντρώσεων και οι λόγοι
απευθύνονταν από αυτά τα φόρουμ όχι προς τον λαό αλλά προς τα
κεφάλια των αποκαλούμενων «εκλεκτών», το πανγερμανικό κίνημα
έπαψε να είναι ένα κίνημα του λαού και σε μικρό χρονικό διάστημα
υποβιβάστηκε σε μια λίγο-πολύ λέσχη σοβαρών ακαδημαϊκών
συζητήσεων. Συνεπώς, η κακή εντύπωση που άφηνε ο Τύπος δεν διορθωνόταν
καθόλου από τις προσωπικές δραστηριότητες των κυρίων, με
αποτέλεσμα η λέξη «πανγερμανισμός» να ακούγεται άσχημα στα αυτιά
της πλατιάς μάζας.
Γιατί σ’ όλους τους σημερινούς ιππότες και λιμοκοντόρους της πένας
πρέπει να τους πούμε αυτό: οι μεγαλύτερες επαναστάσεις σε αυτόν τον
κόσμο δεν καθοδηγήθηκαν ποτέ από μια γραφίδα! Όχι, η πένα πάντα προοριζόταν για τη θεωρητική τους θεμελίωση. Όμως η δύναμη που ξεκίνησε τις μεγάλες ιστορικές χιονοστιβάδες
θρησκευτικής και πολιτικής φύσης ήταν πάντα η μαγική δύναμη του
λόγου και μόνον αυτή.
Οι πλατιές μάζες ενός λαού πάνω απ’ όλα μπορούν να συγκινηθούν
μόνο από τη δύναμη του λόγου. Όλα τα μεγάλα κινήματα όμως είναι
λαϊκά κινήματα, είναι ηφαιστειακές εκρήξεις του ανθρώπινου πάθους και
των ψυχικών συγκινήσεων, που προκλήθηκαν είτε από τη σκληρή θεά
της ανάγκης είτε από τον αναμμένο πυρσό του λόγου που
εκσφενδονίστηκε ανάμεσα στις μάζες και δεν είναι γλυκανάλατα
εκχυλίσματα των αισθητιστών συγγραφέων και των ηρώων των
σαλονιών. Η μοίρα των εθνών μπορεί να ανατραπεί μόνο από μια καταιγίδα
καυτού πάθους, αλλά το πάθος μπορεί να ξυπνήσει μόνο από εκείνον που
το κουβαλάει μέσα του».
Ο Αγών Μου, έκδοση Stalag, σελίδες 104 - 109
Σημείωση: Κάθε καλοπροαίρετος και σκεπτικιστής αναγνώστης, μπορεί να κάνει τον παραλληλισμό και τη σύγκριση των άνωθεν ορθότατων παρατήρησεων του Αδόλφου με τη μετέπειτα πορεία του NSDAP αλλά και τη πορεία των διαφόρων ελληνικών ακροδεξιών κόμματων.
Διαβάστε επίσης: Ο Αδόλφος Χίτλερ ενάντια στα αστικά κόμματα και την αστική πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου