Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Γκότφριντ Φέντερ, ο θεωρητικός του Εθνικοσοσιαλισμού

 



Μετά την στρατιωτική συντρίβη της Εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας από τις δυνάμεις των Συμμάχων ακολουθήσε ένα παράδοξο ρεύμα το οποίο απέκλινε αρκετά από τις βασικές και πρωταρχικές αρχές του Εθνικοσοσιαλισμού. Από πολλούς το ρεύμα αυτό αποκλήθηκε νεοναζισμός και είχε ως βασικά χαρακτηριστικά την υποκολτούρα, την αγιοποίηση - θεοποίηση προσώπων, τον συνδυασμό της πολιτικής με τον αποκρυφισμό και πολλές φορές ακόμη και τον μισανθρωπισμό. Στα πλαίσια αυτής της παρακμής, η οποία μπορεί να θεωρηθεί λογική κατάληξη εξαιτίας των καιρών, ειδωλοποιηθήκαν και υπερ-λατρεύτηκαν πρόσωπα παρά τα όποια λάθη τους, ενώ αποσιωπήθηκαν αλλά με πολύ σημαντική ιδεολογική και πολιτική προσφορά που μπορεί να λειτουργήσει ως οδοδείκτης για την συνέχεια του δύσκολου πολιτικού μας αγώνα. Ιδίως στην Ελλάδα δημιουργήθηκε από «περίεργους κύκλους» ένα ιδιότυπο «χιτλερικό κατεστήμενο» στον τομέα της σκέψης και του πνεύματος το οποίο εν τέλει έδρασε ως προκάλυμμα για ακροδεξιές επιδιώξεις. 

Ένα από τα πρόσωπα τα οποία λίγοι γνωρίζουν είναι ο Γκότφριντ Φέντερ, ο άνθρωπος ο οποίος έθεσε τα ιδεολογικά θεμέλια του Εθνικοσοσιαλισμού και σχηματοποίησε την σκέψη του Άδολφου Χίτλερ, κάνοντας τον ικανό να αναλάβει στην πορεία την ηγεσία του NSDAP. Εν αντιθέσει μάλιστα με τον Χίτλερ, ο Φέντερ έμεινε μέχρι τέλους πιστός στις αντικαπιταλιστικές και σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις,  γεγονός που τον οδήγησε σε ρήξη με τον Αδόλφο κοστίζοντας του μία θέση αλλά και την δυνατότητα ανέλιξης του στο Τρίτο Ράιχ. 

Ο Φέντερ γεννήθηκε στο Βίρτσμπουργκ στις 27 Ιανουαρίου 1883. Έλαβε την κλασσική παιδεία της εποχής και σπούδασε Μηχανικός στο Βερολίνο και την Ζυρίχη. Το 1908 ιδρύσε μία κατασκευαστική εταιρεία και δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην Βουλγαρία. Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μπόρεσε να δεί «πίσω από την κουρτίνα» και να αντιληφθεί τις σκοτεινές δυνάμεις που σπρώχνουν τα έθνη της υφηλίου στην σφαγή. Ύστερα από αυτή την συνειδητοποίηση ανέπτυξε την χαρακτηριστική τρομερή του απέχθεια για τις τράπεζες και τον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό. Oι αντιλήψεις αυτές τον οδήγησαν στο να γράψει το magnum opus του «Το μανιφέστο για την κατάργηση της Δουλείας του Τόκου» το έργο πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρο το αντικαπιταλιστικό δόγμα του NSDAP. Μέσα σε αυτό αναλύει την κύρια και πιο απειλητική συνιστώσα του καπιταλισμού της εποχής μας, του Μαμωνισμού και της τραπεζικής τοκογλυφικής δραστηριότητας η οποία δεσμεύει ανθρώπους, λαούς και κράτη. Για τον Φέντερ το τσάκισμα αυτής της δουλείας συνίσταται στην εθνικοποίηση των τραπεζών, τον έλεγχο της νομισματικής κυκλοφορίας και την κατάργηση του τόκου. 

Το 1919 μαζί με τον Άντον Ντρέξλερ, τον Ντήτριχ Έκαρτ και τον Κάρλ Χάρερ θα ιδρύσουν το DAP (Deutsche Arbeitpartei, Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) και την ίδια χρόνια θα γνωριστεί με τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος χάριν της ρητορικής του δεινότητας και της επιβλητικής του παρουσίας θα κατορθώσει να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος το οποίο το 1920 θα μετονομαστεί σε NSDAP. Το 1920, ο Φέντερ θα συντάξει μαζί με τον Χίτλερ τα «25 σημεία», το κύριο πρόγραμμα του Κόμματος για τα υπόλοιπα χρόνια και τον Νοέμβριο του 1923 θα συμμετάσχει στο «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» την πρώτη αποτυχήμενη επαναστατική προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας. Mετά την φυλάκιση του Χίτλερ θα εκλεγεί βουλευτής του Ράιχσταγκ με το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα Ελευθερίας», ένα κόμμα βιτρίνα που συνέχιζε την ιδεολογία του NSDAP εφόσον αυτό κρίθηκε παράνομο. Το 1928, μετά την άρση απαγόρευσης του NSDAP εκλέχθηκε ως ένας από τους 12 εθνικοσοσιαλιστές βουλευτές.

Στις αρχές του 1926, ο Γκότφριντ Φέντερ διέπραξε το εγκληματικό του λάθος το οποίο θα είχε αντίκτυπο σε όλη την υπόλοιπη πορεία του αλλά και την συνολική εξέλιξη του εθνικοσοσιαλιστικού κίνηματος. Εκείνη την περίοδο η «Εθνικοσοσιαλιστική Εργατική Ένωση», μία ένωση επιφανών εθνικοσοσιαλιστών της Βόρειας Γερμανίας της οποίας ηγούταν ο Γκρέγκορ Στράσσερ και της οποίας μέλη ήταν μεταξύ άλλων ο Γιόσεφ Γκέμπελς, ο Ρόμπερ Λέι και ο Μπερνάρντ Ρούστ πρότεινε την αναθεώρηση του υπάρχοντος κομματικού προγραμμάτος και την υιοθετήση ενός νέου πιο δεδηλωμένα σοσιαλιστικού και αντικαπιταλιστικού (για να διαβάσετε το πρόγραμμα πατήστε ΕΔΩ). Ο Φέντερ, ως συνθεμελιώτης του αρχικού προγράμματος των «25 σημείων» ένιωσε να «προσβάλλεται» και για αυτό μπήκε στον κόπο να ματαιώσει τα σχέδια μετατροπής. Γύρω στα Χριστούγεννα του 1925 έλαβε ένα αντίγραφο του προτεινόμενου νέου προγράμματος και ενημέρωσε σχετικά τον Χίτλερ. Στην συνεδρίαση της «Εθνικοσοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης» στο Ανόβερο στις 24 Ιανουαρίου του 1926 ο Φέντερ παρευρέθηκε απρόσκλητος, εκπροσωπόντας τον Χίτλερ. Ο πρώτος ο οποίος αντέδρασε έντονα ήταν ο Γιόσεφ Γκέμπελς λέγοντας: «Δεν χρειαζόμαστε ρουφιάνους!». Εν τέλει διεξήχθη ψηφοφορία η οποία επέτρεψε στον Φέντερ να παραμείνει στην σύναντηση, κατά τη διάρκεια της οποίας ενέγειρε τις αντιρρήσεις του προς το νέο «στρασσερικό» πρόγραμμα, το οποία και απορρίφθηκε τελεσίδικα στην κομματική Διάσκεψη του Μπάμπεργκ. 

Ο Φέντερ είχε κάνει ένα τρομακτικό λάθος το οποίο θα είχε σοβαρότατες επιπτώσεις στον ίδιο και τελικά σε όλο το κίνημα. To 1931 ανέλαβε πρόεδρος του οικονομικού συμβουλίου του Κόμματος και το 1932 εξέδωσε τις «Βασικές Αρχές της Εθνικοσοσιαλιστικής Οικονομικής Πολιτικής», ένα άρθρο το οποίο λειτουργούσε καθοδηγτικά για τις οικονομικές πολιτικές του Εθνικοσοσιαλισμού. Ωστόσο οι απόψεις του Φέντερ δεν άρεσαν τόσο στους μεγάλους καπιταλιστές οι οποίοι εκείνη την περίοδο είχαν αρχίσει να προσεγγίζουν τον Χίτλερ. Έτσι ύστερα από πιέσεις του Albert Voegler, του Gustav Krupp, του Friedrich Flick, του Fritz Thyssen, του Emil Kirdoff και ιδιαίτερα του τραπεζίτη και μασόνου Hjalmar Schacht, ο Χίτλερ απομάκρυνε το NSDAP από τις οικονομικές θέσεις του Φέντερ. 

Μετά την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία ο Φέντερ θα τοποθετηθεί Υφυπουργός Οικονομικών, ενώ το υπουργείο θα δοθεί στον προαναφερθέν τραπεζίτη και τέκτοντα Χίαλμαρ Σάχτ. Η πρώτη ενέργεια του Σάχτ μετά την ανάληψη του υπουργείου ήταν να απομακρύνει τον Φέντερ από τα καθήκοντα του. Ο ίδιος ο Σάχτ στο βιβλίο του «The Magic of Money» γράφει ότι οι θέσεις του Φέντερ είχαν ως σκοπό να περιορίσουν την «ιδιωτική τραπεζική» και «ολόκληρο το νομισματικό σύστημα». Παρακάτω ισχυρίζεται ότι στόχος του Φέντερ ήταν να καταστρέψει «την τραπεζική και νομισματική οικονομία» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να προσπαθήσει να απομακρύνει τον Χίτλερ από αυτές τις απόψεις. Τι πιο ξεκάθαρο; Οι εχθροί μας κανούν πολλές φορές πολύ καλύτερες και διαφανέστερες αναλύσεις από εμάς τους ίδιους! 


Ο μάσονος, μεγαλοτραπεζίτης Χίαλμαρ Σάχτ, ο οποίος αποτελούσε για αρκετά χρόνια δεξί χέρι του Χίτλερ και Υπούργο Οικονομικών του Ράιχ και «παραδόξως» αθωώθηκε στην στημένη «Δίκη της Νυρεμβέργης».



Να λοιπόν γιατί ο Φέντερ εγκλημάτισε όταν εναντιώθηκε στην «στρασσερική» φράξια υποστηρίζοντας τους ακροδεξιούς του Μονάχου και όσους αναζητούσαν συνεννόηση και στήριξη από τους καπιταλιστικούς, τραπεζικούς κύκλους της Γερμανίας. Εν τέλει ο σοσιαλισμός ηττήθηκε και κάποιοι πέτυχαν στο να έχουν ερείσματα οι κατηγορίες των Κομμουνιστών ότι ο ναζισμός είναι το ένοπλο τμήμα του κεφαλαίου. Αυτό όμως δεν θα επαναληφθεί! Οι εθνικοεπαναστάτες, σοσιαλιστές αγωνιστές του σήμερα έχουν ως πρότυπο τις αντικαπιταλιστικές, αντι-μαμωνιστικές ιδέες του Φέντερ και θα προσπαθήσουν να τις πραγματώσουν με κάθε τρόπο. Η εναντίωση στην αστική τάξη, την χρηματιστική ολιγαρχία και τους μονοπωλιακούς κολοσσούς είναι βασικά χαρακτηριστικά της επαναστατικής εθνικοσοσιαλιστικής μας ιδεολογίας και η συνέχιση του αγώνα για την πραγματοποίηση τους είναι η μόνη δικαίωση για όσους πάλεψαν ή ακόμη και θυσιάστηκαν για αυτά!

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Ο Αδόλφος Χίτλερ για την σπουδαιότητα της γυναίκας

 



«Δεν είναι τυχαίο που βλέπετε τόσες πολλές γυναίκες στο κίνημά μας και εδώ σε αυτή την αίθουσα: σε ένα κίνημα που αγωνίστηκε µε τον πιο ανδροπρεπή τρόπο. Τις βλέπετε εδώ, γιατί στη γυναίκα κυριαρχεί το συναίσθημα που σωστά λέει: πρόκειται για το μέλλον των παιδιών μας και άρα για το μέλλον της γερμανικότητας μας. Και τότε δεν υπάρχει κανένας δισταγµός, δεν υπάρχει καμιά φυγή την επόµενη μέρα, όταν το επόμενο καλό σύγγραμμα κατασκευάζει κάποια επιστημονική αιτία εναντίον της: όχι, το συναίσθημα είναι σταθερό δεν ταλαντεύεται και δεν υποχωρεί.

Πιστέψτε με, μπορεί ένας Δρ. Χάιμ να μιλάει για τις «υστερικές γυναίκες» μας. Η γυναίκα έφερε κάποτε τον Χριστιανισμό σε αυτές τις χώρες και αυτή θα οδηγήσει το κίνημά μας στην τελική νίκη. Εκεί όµως που λείπει δεν λείπει µόνο η σύζυγος αλλά μαζί της λείπουν τα νιάτα και επομένως το μέλλον. Να είστε σίγουροι: το κίνημα, που έχει τις λιγότερες γυναίκες, έχει και την μικρότερη δύναμη για αυτό το λόγο μόνο στα δημοκρατικά κόμματα θα βρείτε λίγες «κυρίες». 


ΠΗΓΗ: Πατήστε την εικόνα



Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Ο Αδόλφος Χίτλερ ενάντια στα αστικά κόμματα και την αστική πολιτική

 



«Αλλά γιατί τα αστικά κόμματα, µε την αριθμητική τους αδυναμία και μικρότητα καθώς και την έλλειψη δραστηριότητας και αληθινής επιθετικότητας στο εσωτερικό, δεν κατάφεραν να αλλάξουν την μοίρα τόσο το 1918 όσο και αργότερα; Θα ήθελα να σας αναφέρω πολύ συνοπτικά τους λόγους.

Πρώτον, η αναγνώριση της αρχής της πλειοψηφίας στα κοινοβούλια εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα µιας αρχής σύμφωνα µε την οποία µόνο µια πλειοψηφία ανθρώπων µπορεί να φέρει αλλαγή στα πράγματα. Αυτή την πλειοψηφία όµως τα αστικά κόμματα δεν μπόρεσαν ποτέ να την κερδίσουν. Δεν μπόρεσαν να την αποκτήσουν γιατί η αστική τάξη σχηματίζεται κατά κύριο λόγο από την κατοχή πνευματικών και υλικών αγαθών, δηλαδή από την περιουσία καθεαυτή και την ευφυΐα. Αλλά και τα δύο σε αυτόν τον κόσµο εἶναι παρόντα µόνο στη μειοψηφία. Ένα πολιτικό κίνημα που βασίζεται µόνο σε αυτές τις δύο βάσεις είναι βέβαιο ότι θα παραμείνει στη μειοψηφία και ως εκ τούτου είναι καταδικασµένο στην ασηµαντότητα σε ένα σύστημα που επιτρέπει µόνο στην πλειοψηφία των αριθμών να κυβερνά.

Δεύτερον, κατ’ αρχήν, ο δρόμος προς την εξουσία παραμένει κλειστός για τα αστικά κόμματα για το μέλλον, γιατί πάνω τους εκδικούνται οι αμαρτίες των πατέρων τους. Αυτά που διέπραξαν οι προηγούμενες γενιές κατά τη διάρκεια δεκαετιών µε τη στάση τους απέναντι στη μεγάλη μάζα είναι η αιτία µιας αιώνιας εκδίκησης. Για πάρα πολλά χρόνια δεν είχαν λάβει υπόψη τους τις ανάγκες της πλατιάς μάζας, δεν νοιάζονταν για εκείνη. Για πάρα πολλά χρόνια κανείς δεν καταλάβαινε την έλλειψη των δικαιωμάτων τους. Απλως αναρωτηθείτε, ποιο κόμμα ασχολήθηκε µε αυτούς τους ανθρώπους πριν από 60 ή 70 χρόνια; Ποιο κόμμα μπήκε στα εργοστάσια, στα εργαστήρια και στους δρόμους;

Κανένα από αυτά τα αστικά κινήματα. Όλα απέφευγαν τις πλατιές μάζες και μόνο όταν από μόνη της η επιθυμία για ίσα δικαιώµατα προσπάθησε να οργανωθεί πολιτικά και ο Ιουδαϊσμός µε την πονηριά του πήρε τα ηνία στα χέρια του, άρχισε να γίνεται αντιληπτό στην δεξιά πλευρά ότι µια νέα δύναμη στο κράτος είχε αρχίσει να σχηματίζεται, µια νέα τέταρτη θέση.

Για πάρα πολλές δεκαετίες κανένας δεν έβλεπε αυτούς τους φτωχούς εθνοσυντρόφους, παρέμεναν ξένοι για αυτούς και έχασαν κάθε ενδιαφέρον για αυτούς, ώσπου αφενός η ταξική υπερηφάνεια και αφετέρου η ταξική παραφροσύνη δημιούργησαν εκείνο το αγεφύρωτο χάσμα µε το οποίο ο γερμανικός λαός έπρεπε να υποστεί τελικά την καταστροφή του. Γιατί σαν αντίδραση στην αλαζονεία του καθεστώτος από την άλλη πλευρά ήρθε η οργανωμένη ταξική ιδέα, οι μάζες υποκινούνταν συστηματικά, και αυτό ακριβώς από τον λαό, για τον οποίο ο αληθινός Θεός δεν είχε σκοπό να φέρει ευλογίες στην πλατιά του μάζα, αλλά αντίθετα έβλεπε σε αυτή τη μάζα μόνο τους βηματοδότες του δικού τους οφέλους.

O ίδιος Εβραίος που από τη µια είχε φέρει τις χειρότερες συνήθειες στην αστική τάξη σαν προίκα, ήταν τώρα ο ίδιος Εβραίος που από την άλλη µεριά διήγειρε και προέτρεπε τις μάζες και κάθε λάθος που έκανε ο ένας, το έδειχνε στον άλλο σε ένα χιλιάδες φορές παραμορφωμένο μέγεθος.

Ήταν ο ίδιος ο Εβραίος που από τη µια πλευρά σαν καπιταλιστής τύραννος οδηγούσε τις μάζες στην απόγνωση και από την άλλη αύξανε αυτή την απόγνωση μέχρι τελικά να γίνουν αρκετά ώριμες για να γίνουν όργανο στην γροθιά του. Στην αστική τάξη όµως έλειπε ακόμα ένα πράγμα για να κερδίσει τις πλατιές μάζες. Και αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους δεν έβρισκε πια τον δρόμο της προς το λαό.

Γιατί το κλειδί για την καρδιά του λαού δεν είναι το «παρακαλώ», αλλά η δύναμη.

Άρα της λείπει η δύναμη που μόνο εκείνη είναι ικανή να κυριεύσει τη μάζα ενός λαού, δηλαδή η φανατική πίστη και η φανατική πεποίθηση, για τον αδίστακτο αγώνα για ένα ιδανικό και πάνω από όλα ένα πράγμα: η συνειδητοποίηση ότι αν θέλεις να πετύχεις κάτι το σωστό, το καθήκον σε υποχρεώνει να χρησιμοποιήσεις κάθε µέσο για να το πετύχεις.

Τα αστικά κόμματα είναι γεννημένοι πασιφιστικοί σύλλογοι. Αλλά αυτό δεν τους στερεί µόνο την επιθετική δύναμη και την επιθυµία για επίθεση, αλλά και κάθε δυνατότητα επίθεσης. Γιατί όποιος θέλει να αλλάξει µια κατάσταση πρέπει να επιτεθεί και να μην περιμένει μέχρι να του επιτεθούν. Αυτό όµως ήταν το πιο σοβαρό λάθος αυτών των πολιτικά οργανωμένων κινημάτων. Ποτέ δεν επιτέθηκαν οι ίδιοι, αλλά ήταν πάντα χαρούμενοι που δεν τους επιτέθηκαν.

Ποτέ δεν είχαν το θάρρος να πουν: Εκεί είναι ο στόχος µας, εκεί είναι ο εχθρός, και τώρα πάνω του να τον νικήσουμε: και μόνο τη μέρα που θα πέσει και ο τελευταίος η νίκη µας θα εἰναι σίγουρη. Όχι, όχι ήταν ικανοποιημένοι όταν στις επόμενες εκλογές του Ράιχσταγκ η μοίρα δεν τους χτυπούσε πολύ σκληρά, όταν κατάφερναν να σώσουν µια ντουζίνα ακόµη έδρες, και τελικά συνέχιζαν να λένε, ότι ήλπιζαν ο αντίπαλος να κάνει τόσο μεγάλα λάθη τα επόμενα χρόνια, που ο κόσμος θα τον βαρεθεί πάλι και ότι το κίνημα θα ξαναβρεί την επιτυχία που του κλέψανε με την εκλογή εννέα ακόµη βουλευτών. Γιατί αυτός ήταν ο στόχος των αγώνων αυτών των κινημάτων.

Φυσικά, δεν μπορούσαν να επιτεθούν, ήταν δεσμευμένοι µε την ιδιοκτησία, και αυτή, είτε είναι πνευματική είτε υλική, πάντα παραλύει την επιθετικότητα. Αλλά και επιπλέον δεν ήθελαν να επιτεθούν. Ήταν πολύ «καθώς πρέπει», ήταν πολύ «ευγενείς».

Η άσχημη μυρωδιά που ανεβαίνει από τις μαζικές συγκεντρώσεις, πληγώνει τους κυρίους. Οι μπυραρίες δεν τους άρεσαν και αισθάνονται πόνο ακόµη και σήμερα όταν οι μπυραρίες μεταμορφώνονται σε κάτι μεγαλύτερο, αν και θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε τι είναι καλύτερο, ένα κοινοβούλιο ή ένα πανδοχείο;

...Και κάπως έτσι επιλέχθηκε το όνοµα Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα.

«Εθνικοσοσιαλιστικό» γιατί ενσαρκώνει τον ανώτατο στόχο του κινήματος, τη σύνδεση της πιο ζωντανής εθνικής δύναμης µε την πιο αγνή σοσιαλιστική βούληση. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι η καρδιά των μαζών δεν μπορεί να κερδηθεί μόνο µε ζητωκραυγές: οι μάζες πρέπει να είναι βέβαιες ότι στα μάτια του λαϊκού µας κινήματος όλοι θεωρούνται και σαν εθνοσύντροφοι, ότι δεν θέλουμε να μοιράζονται ρουσφέτια, αλλά να κατοχυρώνονται δικαιώµατα. Και ότι δεν βλέπουμε το μέλλον του λαού µας σε µια μονόπλευρα καλλιεργημένη νοημοσύνη, αλλά σε έναν υγιή λαό.

Το λέγαμε και Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Σε αυτό έμπαιναν μόνο εκείνοι που δεν ντρέπονταν να πουν, είμαι κι εγώ εργάτης, ένας δημιουργικός άνθρωπος. Γιατί όποιος δεν έχει μάθει ακόµα να προφέρει αυτή τη λέξη µε σεβασμό, μα τον αληθινό Θεό, δεν είναι ο καλύτερος Γερμανός. Και γι’ αυτό επιλέξαμε σαν σύμβολό μας τον αγκυλωτό σταυρό σε λευκό πλαίσιο µε κόκκινο φόντο. Και αυτό το έμβλημα πρέπει να εκφράζει το μοναδικό µας στόχο: O αγκυλωτός σταυρός σαν σύμβολο της εργασίας, το άσπρο σαν ένδειξη του εθνικού µας αισθήµατος και το κόκκινο σαν ένδειξη της αληθινής σοσιαλιστικής µας σκέψης. Στο σταυρό όµως πρέπει να αποδοθεί και µια άλλη έννοια, δηλαδή το πνεύμα που από µόνο του σημαίνει εργασία σε αυτόν τον κόσμο, το πνεύμα του ιδεαλισμού της Άριας αντίληψης και όχι το πνεύμα του Εβραίου.

Είναι λοιπόν και το σύμβολο µε το οποίο αγωνιζόμαστε ενάντια σε αυτή την παγκόσμια επιδημία και την παγκόσμια δηλητηρίαση. Από αυτό όμως προέκυψε και η στάση µας απέναντι στο Κοινοβούλιο. Τότε απορρίψαµε το Κοινοβούλιο, γιατί; Το νεανικό κίνημα δεν ήθελε να αποκτήσει βουλευτές, αλλά να εκπαιδεύσει μαχητές. Εκείνη την εποχή πίστευε ότι ήταν πολύ νωρίς για να πάμε σε τέτοια µέρη και ότι αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ομιλητές, υποκινητές κι απόστολοι που θα βγαίνουν στις μάζες για να διαδώσουν το νέο δόγμα, να προσπαθήσουν να τις παρασύρουν, να τις οργανώσουν και έτσι να αποκτήσουμε νέα κύτταρα για την ενίσχυση και την επέκταση του κινήματος. Το πρόγραμμα όμως θα έπρεπε να είναι μόνο η λογική συμπλήρωση αυτής της τάσης. Ένα άστρο-οδηγός µε το οποίο δεν θα είχαμε στο μυαλό µας το ερώτημα: τι θέλετε αύριο ή μεθαύριο, αλλά θα πρέπει να καθορίζει την ηγεσία του κινήματος για πολλές δεκαετίες. Ιδέες που είναι ηθικές, αθάνατες και άφθαρτες και που θα πρέπει να φωτίζουν ομοιόμορφα τους ανθρώπους για τους επόμενους αιώνες. Οι φορείς όμως αυτών των ιδεών πρέπει να είναι άτοµα. Εκείνη την εποχή ήμασταν ήδη πεπεισμένοι ότι ο αγώνας του Ιουδαϊσμού δεν στρεφόταν µόνο εναντίον της ίδιας της φυλής, αλλά και ενάντια στην πιο ζωντανή της επίδραση, το άτομο. Ακριβώς γι’ αυτό όµως αντικαταστήσαµε την ιδέα της εβραϊκής πλειοψηφίας µε την πίστη στην αξία της προσωπικότητας. Κάπως έτσι ξεκίνησε κάποτε το κίνημα το έργο του. Το να επανορθώσει όσα δεν κατάφεραν τα αστικά µας κόμματα. Πάνω από όλα, όµως, ήθελε να μπει στις μάζες για να διασφαλίσει ότι εκεί θα εξαπλωθεί ένα πραγµατικό εθνικό αίσθημα».



ΠΗΓΗ: Πατήστε στην εικόνα