Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Αδόλφος Χίτλερ: «Η σημασία των συνδικάτων»

 


«Δεδομένου ότι η αστική τάξη σε αναρίθμητες περιπτώσεις αντιτάχθηκε με τον πιο αδέξιο αλλά και πιο ανήθικο τρόπο στις δικαιολογημένες απαιτήσεις ακόμα και στις ανθρώπινες, συχνά χωρίς να αντλήσει ή να περιμένει κάποιο όφελος από μια τέτοια στάση, ακόμα και ο πιο τίμιος εργάτης παρασύρθηκε από τη συνδικαλιστική του οργάνωση στην πολιτική δράση. 


Αρχικά εκατομμύρια εργάτες ήταν σίγουρα κατά βάθος εχθροί του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά η αντίστασή τους ηττήθηκε από τον παράλογο μερικές φορές τρόπο με τον οποίο τα αστικά κόμματα έπαιρναν θέση ενάντια σε κάθε αίτημα κοινωνικής φύσεως. Η στενόμυαλη απόρριψη όλων των προσπαθειών βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, της ασφάλειας των εργατών στα μηχανήματα, της απαγόρευσης της εργασίας των παιδιών και της προστασίας των γυναικών, τουλάχιστον τους μήνες που έφερναν στα σπλάχνα τους τούς μελλοντικούς εθνοσυντρόφους μας, βοήθησε την Σοσιαλδημοκρατία, που ανέλαβε με ευγνωμοσύνη κάθε τέτοια περίπτωση άθλιας στάσης, να οδηγήσει τις μάζες στα δίχτυα της. Η πολιτική «αστική τάξη» δεν θα μπορέσει ποτέ να επανορθώσει τα σφάλματα που έκανε τότε. Γιατί αντιστεκόμενη σε κάθε προσπάθεια εξάλειψης των κοινωνικών αδικιών, έσπειρε το μίσος και με τη στάση της η ίδια δικαιολόγησε τους ισχυρισμούς των θανάσιμων εχθρών όλης της εθνικότητάς μας, ότι μόνο το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των εργαζομένων. 


Έτσι αρχικά δημιουργήθηκε η ηθική δικαιολογία πάνω στην οποία στηρίχτηκε στην πραγματικότητα η ύπαρξη των συνδικάτων, της οργάνωσης, που ανέκαθεν παρείχε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες καθοδήγησης του πολιτικού κόμματος. 


Στα χρόνια της μαθητείας μου στη Βιέννη αναγκάστηκα, είτε ήθελα είτε όχι, να πάρω θέση στο ζήτημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Δεδομένου ότι τα έβλεπα σαν αναπόσπαστο κομμάτι του ίδιου του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, η απόφασή μου ήταν γρήγορη και λανθασμένη. Φυσικά τα απέρριψα κατηγορηματικά. Και σε αυτό το πολύ σημαντικό ζήτημα, η ίδια η μοίρα μου έδωσε μαθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν η ανατροπή της αρχικής μου κρίσης.


Στην ηλικία των είκοσι χρόνων είχα μάθει να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα στα συνδικάτα που είχαν σκοπό να υπερασπιστούν τα γενικά κοινωνικά δικαιώματα των εργατών και να αγωνιστούν για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης ειδικότερα, από τα συνδικάτα που ήταν όργανα του κόμματος στην πολιτική ταξική πάλη.


Το γεγονός ότι οι Σοσιαλδημοκράτες κατάλαβαν την τεράστια σημασία του συνδικαλιστικού κινήματος τους εξασφάλισε αυτό το όργανο και συνεπώς την επιτυχία τους· το γεγονός ότι η αστική τάξη δεν το κατάλαβε αυτό, της κόστισε την πολιτική της θέση. Νόμιζε ότι θα μπορούσε να βάλει τέλος σε μια λογική πορεία προβάλλοντας συνεχώς ανόητες «απορρίψεις», αλλά στην πραγματικότητα την έστρεψε σε παράλογα μονοπάτια. Γιατί το να ισχυριστούμε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν εχθρικό προς την πατρίδα, ήταν ανόητο αλλά και ανακριβές. Μάλλον το αντίθετο είναι σωστό. Αν η συνδικαλιστική δραστηριότητα στοχεύει στη βελτίωση της θέσης ενός από τους πυλώνες του έθνους και την πραγματοποιεί, όχι μόνο δεν είναι εχθρική προς την πατρίδα ή το κράτος, αλλά είναι «εθνική» με την πλήρη σημασία της λέξης. Με αυτόν τον τρόπο βοηθά στη δημιουργία εκείνων των κοινωνικών συνθηκών χωρίς τις οποίες μια γενική εθνική εκπαίδευση θα ήταν αδιανόητη. Προσφέρει την υψηλότερη υπηρεσία εξαλείφοντας τα κοινωνικά καρκινώματα και χτυπώντας τόσο τους ψυχικούς όσο και τους σωματικούς παθογόνους παράγοντες και συντελεί έτσι στην γενική εξυγίανση του εθνικού σώματος.




Άρα το ερώτημα της αναγκαιότητάς τους είναι πραγματικά περιττό.


Όσο υπάρχουν άνθρωποι μεταξύ των εργοδοτών με μικρή κοινωνική ευαισθησία ή ακόμη και με έλλειψη του αισθήματος του καθήκοντος και του δικαίου, είναι όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον των εργαζομένων τους, που αποτελούν μέρος της εθνικότητάς μας, να προστατεύουν τα συμφέροντα του ευρέως κοινού απέναντι στην απληστία ή στον παραλογισμό του ενός· γιατί η διατήρηση της πίστης και της νομιμοφροσύνης του εθνικού σώματος είναι προς το συμφέρον του έθνους, όπως και η προστασία της υγείας του λαού.


Και τα δύο απειλούνται σοβαρά από ανάξιους εργοδότες που δεν θεωρούν τον εαυτό τους σαν μέλος όλης της εθνικής κοινότητας. Από τα καταστροφικά αποτελέσματα της απληστίας ή της αναλγησίας τους θα υπάρξουν σοβαρές ζημιές στο μέλλον. Η εξάλειψη των αιτιών μιας τέτοιας εξέλιξης είναι μέγιστη προσφορά στο έθνος, και όχι το αντίστροφο.


Μην πείτε ότι κάθε άτομο είναι ελεύθερο να κινηθεί αναλόγως των επιπτώσεων από μια πραγματική ή υποτιθέμενη αδικία που του έγινε, δηλαδή να φύγει. Όχι! Αυτό είναι υποκρισία και πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν προσπάθεια αποπροσανατολισμού. Η εξάλειψη των κακών, αντικοινωνικών συνθηκών είτε είναι προς το συμφέρον του έθνους είτε όχι. Αν ναι, τότε ο αγώνας εναντίον τους πρέπει να διεξαχθεί με όπλα που προσφέρουν την προοπτική επιτυχίας. Ο μεμονωμένος όμως εργάτης δεν είναι ποτέ σε θέση να αντιταχτεί στη δύναμη ενός μεγάλου επιχειρηματία, γιατί εδώ δεν είναι ζήτημα νίκης της ανώτερης δικαιοσύνης – γιατί αν αναγνωριζόταν αυτή, ο όλος αγώνας θα σταματούσε, γιατί δεν θα είχε λόγο να γίνει – αλλά ζήτημα της μεγαλύτερης δύναμης. Εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, το αίσθημα της δικαιοσύνης που θα υπήρχε και μόνο θα έδινε ένα έντιμο τέλος στη διαμάχη, ή πιο σωστά, μια τέτοια διαμάχη δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύψει.


Όχι, αν η αντικοινωνική ή η ανάρμοστη μεταχείριση των ανθρώπων, μας προτρέπει σε αντίσταση, τότε αυτός ο αγώνας, εφόσον οι νομικές, δικαστικές αρχές δεν επέμβουν για την εξάλειψη αυτών των κακών, μπορεί να κριθεί μόνο από την απόφαση της μεγαλύτερης δύναμης. Μ’ αυτό γίνεται αυτονόητο, ότι η δύναμη που συγκεντρώνει στα χέρια του ένας εργοδότης μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από τη δύναμη πολλών εργαζομένων ενωμένων σε ένα σώμα, για να έχουν από την αρχή την πιθανότητα της νίκης.


Έτσι η συνδικαλιστική οργάνωση με την πρακτική επίδραση στην καθημερινή ζωή μπορεί να οδηγήσει σε μια ενίσχυση της κοινωνική ιδέας και επομένως σε μια εξάλειψη όλων των αιτιών προστριβών που αποτελούν συνεχή πηγή δυσαρέσκειας και παραπόνων.


Για το γεγονός ότι δεν συμβαίνει αυτό φταίνε σε μεγάλο βαθμό όσοι ήξεραν πώς να βάζουν εμπόδια σε οποιαδήποτε νομική ρύθμιση κοινωνικών αδικιών ή που την απέτρεπαν με την πολιτική τους επιρροή.


Στο βαθμό που η πολιτική αστική τάξη δεν κατάλαβε τη σημασία της συνδικαλιστικής οργάνωσης ή, καλύτερα, δεν ήθελε να την καταλάβει και αντιστεκόταν στις εργατικές διεκδικήσεις, η σοσιαλδημοκρατία ανέλαβε το αμφιλεγόμενο κίνημα. Με αυτόν τον τρόπο, έφτιαξε διορατικά μια σταθερή βάση, που έχει αποδειχτεί αρκετές φορές σε κρίσιμες περιστάσεις το τελευταίο στήριγμα. Φυσικά έτσι παραμερίστηκε σταδιακά ο πραγματικός σκοπός, για να δημιουργηθεί χώρος για νέους σκοπούς.


Η σοσιαλδημοκρατία ποτέ δεν σκέφτηκε να περιορίσει το συνδικαλιστικό κίνημα, που μόλις είχε πάρει με το μέρος της, στον αρχικό του σκοπό. Όχι, δεν το εννοούσε έτσι.


Μέσα σε λίγες δεκαετίες, από το χέρι των ειδικών της, αυτό που είχε δημιουργηθεί για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων του ανθρώπου είχε γίνει ένα όργανο για τη συντριβή της εθνικής οικονομίας. Δεν τους εμπόδισαν καθόλου τα συμφέροντα των εργαζομένων. Γιατί και στην πολιτική, η χρήση της οικονομικής πίεσης επιτρέπει πάντα τον εκβιασμό, όσο είναι διαθέσιμη σε επαρκή βαθμό η αναγκαία ασυνειδησία από τη μια μεριά και η ανόητη υπομονή από την άλλη. Κάτι που ίσχυε και για τις δύο πλευρές σε αυτή την περίπτωση».


Ο Αγών Μου, έκδοση Stalag, σελίδες 54 - 57




ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ




Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Αδόλφος Χίτλερ: «Τα αίτια του μηδενισμού και η υποκρισία των αστών»

 


«Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με τρόμαζε περισσότερο εκείνη την εποχή: η οικονομική δυστυχία των τότε συντρόφων μου, η ηθική τους χυδαιότητα ή το χαμηλό επίπεδο της πνευματικής τους κουλτούρας. 


Πόσο συχνά δε ξεσπά η αστική μας τάξη με ηθική αγανάκτηση όταν ακούει από το στόμα κάποιου άθλιου αλήτη να λέει ότι δεν τον ενδιαφέρει αν είναι Γερμανός ή όχι, ότι νιώθει εξίσου άνετα παντού, αρκεί να έχει μόνο τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης. Τότε διαμαρτύρονται δριμύτατα για μία τέτοια έλλειψη «εθνικής υπερηφάνειας» και έκφραζουν έντονα τη φρίκη τους για αυτή τη στάση. Όμως πόσοι από αυτούς αναρωτήθηκαν πραγματικά για ποιό λόγο η δική τους στάση είναι καλύτερη; 


Πόσοι από αυτούς συνειδητοποιούν ότι η δικαιολογημένη τους περηφάνια που είναι μέλη ενός τόσο προικισμένου λαού προκύπτει από τον ατελείωτο αριθμό των μεμονωμένων αναμνήσεων που τους θυμίζουν το μεγαλείο της πατρίδας και του έθνους σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ζωής; Πόσοι από αυτούς συνειδητοποιούν ότι η περηφάνια για τη πατρίδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από όλους αυτούς τους τομείς; 


Σκέφτηκαν ποτέ οι αστικοί μας κύκλοι σε πόσο γελοίο βαθμό αυτή η προϋπόθεση της περηφάνιας για τη πατρίδα έχει μεταδοθεί στο «λαό»; Ας μην πει κανείς ότι «σε άλλες χώρες τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά», και ότι «παρ’ όλα αυτά» εκεί οι εργάτες αναγνωρίζουν την εθνικότητά τους. Ακόμα κι αν ήταν έτσι, δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν δικαιολογία για τις δικές μας παραλείψεις. Δεν είναι όμως έτσι. Γιατί αυτό που περιγράφουμε πάντα σαν «σοβινιστική» παιδεία, στην περίπτωση του γαλλικού λαού, λόγου χάρη, δεν είναι τίποτε άλλο από την υπερβολική έμφαση στο μεγαλείο της Γαλλίας σε όλους τους τομείς του πολιτισμού ή όπως θέλουν να λένε οι Γάλλοι του «πολιτιστικού». Ο νεαρός Γάλλος δεν ανατρέφεται για να είναι αντικειμενικός, αλλά για να έχει την πιο υποκειμενική άποψη που μπορεί να φανταστεί κανείς, όσον αφορά τη σημασία του πολιτικού ή πολιτιστικού μεγαλείου της πατρίδας του.


Αυτή η εκπαίδευση θα πρέπει πάντα να περιορίζεται σε ιδέες γενικής φύσεως, οι οποίες, αν είναι απαραίτητο, πρέπει να χαράζονται στη μνήμη και στα συναισθήματα του λαού με συνεχή επανάληψη. Στην περίπτωσή μας, όμως, εκτός από το αρνητικό σφάλμα των παραλείψεών μας, υπάρχει και η θετική διαστρέβλωση των όσων ελάχιστων έχει μάθει το άτομο στο σχολείο. Οι αρουραίοι που δηλητηριάζουν πολιτικά το έθνος μας, ροκανίζουν από τις καρδιές και τις αναμνήσεις των πλατιών μαζών ακόμα και αυτά τα λίγα, που η φτώχεια και η εξαθλίωση δεν τους άφησε να τα ολοκληρώσουν.


Απλά φανταστείτε το εξής: 
Σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, που αποτελείται από δύο αποπνικτικά δωμάτια, ζει μια επταμελής εργατική οικογένεια. Ανάμεσα στα πέντε παιδιά ας υποθέσουμε ότι το ένα είναι αγόρι τριών ετών. Αυτή είναι η ηλικία που το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει και να συνειδητοποιεί. Στην περίπτωση των προικισμένων, ίχνη από αυτή την περίοδο μπορούν να βρεθούν ακόμα και μέχρι τα βαθιά γεράματα. Μάλιστα η στενότητα και ο συνωστισμός της κατοικίας δεν οδηγούν σε ευχάριστες καταστάσεις. Έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο συχνά προκύπτουν καυγάδες και ξεσπάσματα. Αυτοί οι άνθρωποι δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι ζουν ο ένας με τον άλλον, αλλά μάλλον ο ένας πάνω στον άλλον. Κάθε διαφωνία, ακόμη και η πιο μικρή, που θα μπορούσε να διευθετηθεί σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα με μια ήρεμη απομόνωση και να επιλυθεί από μόνη της, εδώ οδηγεί σε μια ατέρμονη αηδιαστική διαφωνία. Όσον αφορά τα παιδιά η κατάσταση είναι ανεκτή από αυτή την άποψη· σε τέτοιες συνθήκες τσακώνονται διαρκώς μεταξύ τους, αλλά οι καβγάδες ξεχνιούνται γρήγορα και εντελώς. Όταν όμως αυτή η σύγκρουση γίνεται μεταξύ των ίδιων των γονιών και μάλιστα καθημερινά, σε μορφές ωμής βίας που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, τότε, αν και είναι πολύ αργά, τα αποτελέσματα ενός τέτοιου παραδείγματος γίνονται αργότερα εμφανή στα παιδιά. Είναι δύσκολο για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με ένα τέτοιο περιβάλλον να φανταστεί το είδος του χαρακτήρα που θα διαμορφώσουν αναπόφευκτα αυτές οι φιλονικίες αν πάρουν τη μορφή βίαιων επιθέσεων του πατέρα προς τη μητέρα ή κακομεταχείρισης κάτω από την επήρεια της μέθης. Στην ηλικία των έξι ετών, το δυστυχισμένο αγοράκι ξέρει πράγματα, που ακόμη και ένας ενήλικας θα έβρισκε αποκρουστικά. Δηλητηριασμένος ηθικά, υποσιτισμένος σωματικά, με το φτωχό κεφαλάκι γεμάτο ψείρες, αυτός ο νεαρός «πολίτης» πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο. Ότι μόλις και μετά βίας μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει, είναι λίγο-πολύ τα πάντα. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για μάθηση στο σπίτι. Αντιθέτως. Η ίδια η μητέρα και ο πατέρας μιλούν μπροστά στα παιδιά με τον πιο απαξιωτικό τρόπο για τον δάσκαλο και το σχολείο και προτιμούν να βρίζουν απ’ το να πάρουν το μικρό τους βλαστάρι στα γόνατά τους και να το λογικέψουν. Ό,τι ακούει ο μικρούλης στο σπίτι δεν οδηγεί στην ενίσχυση του σεβασμού προς τον αγαπητό συνάνθρωπο. Τίποτα καλό δεν απομένει στην ανθρωπότητα, κανένας θεσμός δεν μένει στο απυρόβλητο· από τον δάσκαλο μέχρι την κορυφή του κράτους. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για τη θρησκεία ή την ηθική γενικά, για το κράτος ή την κοινωνία, δεν έχει σημασία, όλα προσβάλλονται και διασύρονται με τον πιο πρόστυχο τρόπο στη λάσπη μιας χυδαίας νοοτροπίας. Όταν ο νεαρός φεύγει από το σχολείο, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, είναι δύσκολο να πούμε ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό σ’ αυτόν: η απίστευτη άγνοιά του όσον αφορά την πραγματική γνώση και ικανότητα ή η κυνική αναίδεια στη συμπεριφορά του, που συνδυασμένη από αυτή την ηλικία κιόλας με μια ανηθικότητα σε κάνει να ανατριχιάζεις.


Τι εξέλιξη όμως μπορεί να έχει ένας τέτοιος άνθρωπος, που δεν σέβεται σχεδόν τίποτα πια, που δεν έχει βιώσει ποτέ τίποτα το ευγενές, αλλά, αντίθετα, έχει γνωρίσει από κοντά το κατώτερο είδος ανθρώπινης ύπαρξης, στην οποία πρόκειται τώρα να βγει;


Το παιδί των τριών χρόνων έχει γίνει ένας δεκαπεντάχρονος υβριστής κάθε εξουσίας. Ο νεαρός άνδρας έχει έρθει σε επαφή μόνο με τον βούρκο και τη βρομιά και δεν έχει δει ακόμη τίποτα που θα μπορούσε να του εμπνεύσει ανώτερο ενθουσιασμό.


Τώρα όμως μπαίνει στο σχολείο αυτής της ζωής. Θα ακολουθήσει την ίδια ζωή, που είχε διδαχτεί από τον πατέρα του στα παιδικά του χρόνια. Θα περιφέρεται τριγύρω και θα γυρίζει στο σπίτι ο Θεός ξέρει πότε, θα χτυπά κι αυτός το απαρηγόρητο πλάσμα που κάποτε ήταν μάνα του, θα βλαστημάει το Θεό και τον κόσμο και τελικά θα καταδικαστεί για κάποιο λόγο και θα καταλήξει σε ένα αναμορφωτήριο.


Εκεί θα πάρει το τελευταίο λουστράρισμα. Οι αγαπητοί αστοί σύγχρονοί του όμως εκπλήσσονται από την έλλειψη «πατριωτικού ενθουσιασμού» αυτού του νεαρού «πολίτη».


Μέρα με τη μέρα ο αστικός κόσμος βλέπει στο θέατρο και στον κινηματογράφο, στα έντυπα που διαφθείρουν και στον βρώμικο Τύπο, πώς ξεχύνεται με τους κουβάδες το δηλητήριο πάνω στον λαό και μετά μένει έκπληκτος από τα χαμηλά «ηθικά πρότυπα» και την «εθνική αδιαφορία» των μαζών αυτού του λαού. Λες και η κακογουστιά του κινηματογράφου, τα σκουπίδια του Τύπου και τ’ άλλα παρόμοια θα μπορούσαν να εμφυσήσουν τη γνώση του πατριωτικού μεγαλείου. Για να μην πω για την πρώιμη εκπαίδευση του ατόμου.


Τότε έμαθα και κατάλαβα, γρήγορα και διεξοδικά, αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ πριν:


Το ζήτημα της «εθνικοποίησης» ενός λαού είναι πρωτίστως ζήτημα δημιουργίας υγιών κοινωνικών συνθηκών σαν θεμέλιο μιας πιθανής εκπαίδευσης του ατόμου. Γιατί μόνο όποιος γνωρίζει το πολιτιστικό, οικονομικό, αλλά κυρίως το πολιτικό μεγαλείο της πατρίδας του μέσα από την ανατροφή του και το σχολείο μπορεί και θα κερδίσει μέσα του την περηφάνια που έχει το προνόμιο να είναι μέλος ενός τέτοιου λαού. Και μπορώ να παλέψω μόνο για κάτι που αγαπώ, αγαπώ μόνο αυτό που σέβομαι και σέβομαι αυτό που τουλάχιστον γνωρίζω».


«Ο Αγών Μου, έκδοση Stalag, σελίδες 41 - 44»




Πατήστε στην εικόνα