Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Αδόλφος Χίτλερ: «Τα αίτια του μηδενισμού και η υποκρισία των αστών»

 


«Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με τρόμαζε περισσότερο εκείνη την εποχή: η οικονομική δυστυχία των τότε συντρόφων μου, η ηθική τους χυδαιότητα ή το χαμηλό επίπεδο της πνευματικής τους κουλτούρας. 


Πόσο συχνά δε ξεσπά η αστική μας τάξη με ηθική αγανάκτηση όταν ακούει από το στόμα κάποιου άθλιου αλήτη να λέει ότι δεν τον ενδιαφέρει αν είναι Γερμανός ή όχι, ότι νιώθει εξίσου άνετα παντού, αρκεί να έχει μόνο τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης. Τότε διαμαρτύρονται δριμύτατα για μία τέτοια έλλειψη «εθνικής υπερηφάνειας» και έκφραζουν έντονα τη φρίκη τους για αυτή τη στάση. Όμως πόσοι από αυτούς αναρωτήθηκαν πραγματικά για ποιό λόγο η δική τους στάση είναι καλύτερη; 


Πόσοι από αυτούς συνειδητοποιούν ότι η δικαιολογημένη τους περηφάνια που είναι μέλη ενός τόσο προικισμένου λαού προκύπτει από τον ατελείωτο αριθμό των μεμονωμένων αναμνήσεων που τους θυμίζουν το μεγαλείο της πατρίδας και του έθνους σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ζωής; Πόσοι από αυτούς συνειδητοποιούν ότι η περηφάνια για τη πατρίδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από όλους αυτούς τους τομείς; 


Σκέφτηκαν ποτέ οι αστικοί μας κύκλοι σε πόσο γελοίο βαθμό αυτή η προϋπόθεση της περηφάνιας για τη πατρίδα έχει μεταδοθεί στο «λαό»; Ας μην πει κανείς ότι «σε άλλες χώρες τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά», και ότι «παρ’ όλα αυτά» εκεί οι εργάτες αναγνωρίζουν την εθνικότητά τους. Ακόμα κι αν ήταν έτσι, δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν δικαιολογία για τις δικές μας παραλείψεις. Δεν είναι όμως έτσι. Γιατί αυτό που περιγράφουμε πάντα σαν «σοβινιστική» παιδεία, στην περίπτωση του γαλλικού λαού, λόγου χάρη, δεν είναι τίποτε άλλο από την υπερβολική έμφαση στο μεγαλείο της Γαλλίας σε όλους τους τομείς του πολιτισμού ή όπως θέλουν να λένε οι Γάλλοι του «πολιτιστικού». Ο νεαρός Γάλλος δεν ανατρέφεται για να είναι αντικειμενικός, αλλά για να έχει την πιο υποκειμενική άποψη που μπορεί να φανταστεί κανείς, όσον αφορά τη σημασία του πολιτικού ή πολιτιστικού μεγαλείου της πατρίδας του.


Αυτή η εκπαίδευση θα πρέπει πάντα να περιορίζεται σε ιδέες γενικής φύσεως, οι οποίες, αν είναι απαραίτητο, πρέπει να χαράζονται στη μνήμη και στα συναισθήματα του λαού με συνεχή επανάληψη. Στην περίπτωσή μας, όμως, εκτός από το αρνητικό σφάλμα των παραλείψεών μας, υπάρχει και η θετική διαστρέβλωση των όσων ελάχιστων έχει μάθει το άτομο στο σχολείο. Οι αρουραίοι που δηλητηριάζουν πολιτικά το έθνος μας, ροκανίζουν από τις καρδιές και τις αναμνήσεις των πλατιών μαζών ακόμα και αυτά τα λίγα, που η φτώχεια και η εξαθλίωση δεν τους άφησε να τα ολοκληρώσουν.


Απλά φανταστείτε το εξής: 
Σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, που αποτελείται από δύο αποπνικτικά δωμάτια, ζει μια επταμελής εργατική οικογένεια. Ανάμεσα στα πέντε παιδιά ας υποθέσουμε ότι το ένα είναι αγόρι τριών ετών. Αυτή είναι η ηλικία που το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει και να συνειδητοποιεί. Στην περίπτωση των προικισμένων, ίχνη από αυτή την περίοδο μπορούν να βρεθούν ακόμα και μέχρι τα βαθιά γεράματα. Μάλιστα η στενότητα και ο συνωστισμός της κατοικίας δεν οδηγούν σε ευχάριστες καταστάσεις. Έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο συχνά προκύπτουν καυγάδες και ξεσπάσματα. Αυτοί οι άνθρωποι δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι ζουν ο ένας με τον άλλον, αλλά μάλλον ο ένας πάνω στον άλλον. Κάθε διαφωνία, ακόμη και η πιο μικρή, που θα μπορούσε να διευθετηθεί σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα με μια ήρεμη απομόνωση και να επιλυθεί από μόνη της, εδώ οδηγεί σε μια ατέρμονη αηδιαστική διαφωνία. Όσον αφορά τα παιδιά η κατάσταση είναι ανεκτή από αυτή την άποψη· σε τέτοιες συνθήκες τσακώνονται διαρκώς μεταξύ τους, αλλά οι καβγάδες ξεχνιούνται γρήγορα και εντελώς. Όταν όμως αυτή η σύγκρουση γίνεται μεταξύ των ίδιων των γονιών και μάλιστα καθημερινά, σε μορφές ωμής βίας που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, τότε, αν και είναι πολύ αργά, τα αποτελέσματα ενός τέτοιου παραδείγματος γίνονται αργότερα εμφανή στα παιδιά. Είναι δύσκολο για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με ένα τέτοιο περιβάλλον να φανταστεί το είδος του χαρακτήρα που θα διαμορφώσουν αναπόφευκτα αυτές οι φιλονικίες αν πάρουν τη μορφή βίαιων επιθέσεων του πατέρα προς τη μητέρα ή κακομεταχείρισης κάτω από την επήρεια της μέθης. Στην ηλικία των έξι ετών, το δυστυχισμένο αγοράκι ξέρει πράγματα, που ακόμη και ένας ενήλικας θα έβρισκε αποκρουστικά. Δηλητηριασμένος ηθικά, υποσιτισμένος σωματικά, με το φτωχό κεφαλάκι γεμάτο ψείρες, αυτός ο νεαρός «πολίτης» πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο. Ότι μόλις και μετά βίας μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει, είναι λίγο-πολύ τα πάντα. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για μάθηση στο σπίτι. Αντιθέτως. Η ίδια η μητέρα και ο πατέρας μιλούν μπροστά στα παιδιά με τον πιο απαξιωτικό τρόπο για τον δάσκαλο και το σχολείο και προτιμούν να βρίζουν απ’ το να πάρουν το μικρό τους βλαστάρι στα γόνατά τους και να το λογικέψουν. Ό,τι ακούει ο μικρούλης στο σπίτι δεν οδηγεί στην ενίσχυση του σεβασμού προς τον αγαπητό συνάνθρωπο. Τίποτα καλό δεν απομένει στην ανθρωπότητα, κανένας θεσμός δεν μένει στο απυρόβλητο· από τον δάσκαλο μέχρι την κορυφή του κράτους. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για τη θρησκεία ή την ηθική γενικά, για το κράτος ή την κοινωνία, δεν έχει σημασία, όλα προσβάλλονται και διασύρονται με τον πιο πρόστυχο τρόπο στη λάσπη μιας χυδαίας νοοτροπίας. Όταν ο νεαρός φεύγει από το σχολείο, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, είναι δύσκολο να πούμε ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό σ’ αυτόν: η απίστευτη άγνοιά του όσον αφορά την πραγματική γνώση και ικανότητα ή η κυνική αναίδεια στη συμπεριφορά του, που συνδυασμένη από αυτή την ηλικία κιόλας με μια ανηθικότητα σε κάνει να ανατριχιάζεις.


Τι εξέλιξη όμως μπορεί να έχει ένας τέτοιος άνθρωπος, που δεν σέβεται σχεδόν τίποτα πια, που δεν έχει βιώσει ποτέ τίποτα το ευγενές, αλλά, αντίθετα, έχει γνωρίσει από κοντά το κατώτερο είδος ανθρώπινης ύπαρξης, στην οποία πρόκειται τώρα να βγει;


Το παιδί των τριών χρόνων έχει γίνει ένας δεκαπεντάχρονος υβριστής κάθε εξουσίας. Ο νεαρός άνδρας έχει έρθει σε επαφή μόνο με τον βούρκο και τη βρομιά και δεν έχει δει ακόμη τίποτα που θα μπορούσε να του εμπνεύσει ανώτερο ενθουσιασμό.


Τώρα όμως μπαίνει στο σχολείο αυτής της ζωής. Θα ακολουθήσει την ίδια ζωή, που είχε διδαχτεί από τον πατέρα του στα παιδικά του χρόνια. Θα περιφέρεται τριγύρω και θα γυρίζει στο σπίτι ο Θεός ξέρει πότε, θα χτυπά κι αυτός το απαρηγόρητο πλάσμα που κάποτε ήταν μάνα του, θα βλαστημάει το Θεό και τον κόσμο και τελικά θα καταδικαστεί για κάποιο λόγο και θα καταλήξει σε ένα αναμορφωτήριο.


Εκεί θα πάρει το τελευταίο λουστράρισμα. Οι αγαπητοί αστοί σύγχρονοί του όμως εκπλήσσονται από την έλλειψη «πατριωτικού ενθουσιασμού» αυτού του νεαρού «πολίτη».


Μέρα με τη μέρα ο αστικός κόσμος βλέπει στο θέατρο και στον κινηματογράφο, στα έντυπα που διαφθείρουν και στον βρώμικο Τύπο, πώς ξεχύνεται με τους κουβάδες το δηλητήριο πάνω στον λαό και μετά μένει έκπληκτος από τα χαμηλά «ηθικά πρότυπα» και την «εθνική αδιαφορία» των μαζών αυτού του λαού. Λες και η κακογουστιά του κινηματογράφου, τα σκουπίδια του Τύπου και τ’ άλλα παρόμοια θα μπορούσαν να εμφυσήσουν τη γνώση του πατριωτικού μεγαλείου. Για να μην πω για την πρώιμη εκπαίδευση του ατόμου.


Τότε έμαθα και κατάλαβα, γρήγορα και διεξοδικά, αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ πριν:


Το ζήτημα της «εθνικοποίησης» ενός λαού είναι πρωτίστως ζήτημα δημιουργίας υγιών κοινωνικών συνθηκών σαν θεμέλιο μιας πιθανής εκπαίδευσης του ατόμου. Γιατί μόνο όποιος γνωρίζει το πολιτιστικό, οικονομικό, αλλά κυρίως το πολιτικό μεγαλείο της πατρίδας του μέσα από την ανατροφή του και το σχολείο μπορεί και θα κερδίσει μέσα του την περηφάνια που έχει το προνόμιο να είναι μέλος ενός τέτοιου λαού. Και μπορώ να παλέψω μόνο για κάτι που αγαπώ, αγαπώ μόνο αυτό που σέβομαι και σέβομαι αυτό που τουλάχιστον γνωρίζω».


«Ο Αγών Μου, έκδοση Stalag, σελίδες 41 - 44»




Πατήστε στην εικόνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου