Το κείμενο που ακολουθεί περιέχει κάποια σημαντικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Συντηρητικού Επαναστάτη, Ernst von Salomon, «Der Fragebogen» και συγκεκριμένα από τον διάλογο του με τον νομικό σύμβουλο των SA και επιφανή εθνικοσοσιαλιστή δικηγόρο Walter Luetgebrune. Ο Luetgebrune είχε αναπτύξει λόγω του αξιώματος του στενή επαφή με τον Έρνστ Ρέμ γνωρίζοντας έτσι αρκετά για τη δραστηριότητα του, τη προσωπικότητα του και τον χαρακτήρα του. Μετά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών συνελήφθη με την εντελώς ανυπόστατη κατηγορία της συμμετοχής στο «πραξικόπημα του Ρεμ» αλλά λίγο καιρό αργότερα αφαίθηκε ελεύθερος αφότου αποδείχθηκε η αθωότητα του. Παρόλα αυτά αποβλήθηκε από το NSDAP και την Εθνικοσοσιαλιστική Ένωση Δικηγόρων, στην οποία ωστόσο θα ξαναγίνει μέλος το 1938. Μέσω αυτού του διαλόγου αποκαλύπτονται αρκετές ενδιαφέρουσες ιστορικές λεπτομέρειες σχετικά με τα συμβάντα που οδήγησαν στη τραγική Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών καταρρίπτωντας έτσι τις ακροδεξιές παραφιλολογίες που κυριαρχούν μέχρι σήμερα.
«...Συγκέντρωσα όλες τις αναφορές που μπόρεσα να βρω σχετικά με τις 30 Ιουνίου 1934. Ένα όνομα που μάταια κυνηγούσα παντού ήταν αυτό του παλιού μου υπερασπιστή Δρ. Luetgebrune. Δεν τον είχα δει από τότε που με έβγαλε από τη φυλακή με αφορμή την εμπλοκή μου στο «Αγροτικό Κίνημα». Αλλά είχα δει σε κάποιο έντυπο μία φωτογραφία του, με τον ίδιο να συμμετέχει σε μία παρέλαση των SA φορώντας τη στολή του SA Group Leader. Ένα χρόνο μετά τις 30 Ιουνίου 1934, νόμιζα πως επιτέλους τον είδα σε ένα ταξί που πέρασε τυχαία από μπροστά μου σε ένα δρόμο του Βερολίνου. Δεν μπορούσα όμως να είμαι σίγουρος ότι ήταν αυτός. Τηλεφώνησα στον Muthmann τον οποίο ο Luetgebrune είχε επίσης υπερασπιστεί κάποια στιγμή στη δίκη του Neumuster. Ο Muthmann μου υποσχέθηκε να ξεκινήσει έρευνες. Την επόμενη κιόλας μέρα με πήρε πίσω. Ο Δόκτωρας βρισκόταν πραγματικά στο Βερολίνο μετά από μήνες φυλάκισης. Ο Muthmann μου έδωσε τη διεύθυνση του και πήγα να τον βρω αμέσως.
Καθώς μπήκα μέσα εκείνος σηκώθηκε και εγώ έπαθα σοκ. Μπροστά μου στεκόταν ένας γέρος που φαινόταν να έχει εξέλθει από απίστευτες δυσκολίες.
- «Δόκτωρα - με αναγνωρίζετε;»
Με κοίταξε επίμονα και είπε
- «Ναι, ναι!»
Άναψα το φως και ο δόκτωρας άνοιξε τη πόρτα ενός μεγάλου δωματίου. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με σκισμένα βιβλία. Στο κέντρο στεκόταν ένα τεράστιο στρογγυλό τραπέζι γεμάτο με χαρτιά. Στη γωνία βρισκόταν ένα ιερό με μία ανοιχτή βίβλο του Γουτεμβέργιου. Ο δόκτωρας ήταν πιστός χριστιανός της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας.
- «Δόκτωρα υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για εσάς;»
- «Τελείωσα, είμαι εντελώς τελειωμένος. Με τελείωσαν!»
Είδα ένα σορό από χαρτιά στο τραπέζι, μεγάλα και μικρά φύλλα, όλα εντελώς λευκά. Το καθένα ήταν υπογεγραμμένο είτε με «Αδόλφος Χίτλερ» είτε με «Έρνστ Ρέμ».
«Τι είναι αυτά;» ρώτησα.
Ο δόκτωρας πήρε ένα φύλλο με τρεμάμενο χέρι και είπε
«Είναι υπογραφές εν λευκώ. Έπρεπε πάντα να δείχνω την πλήρη εξουσία μου για τις υποθέσεις που χειριζόμουν. Έτσι ο Χίτλερ και ο Ρεμ μου έδωσαν αυτά τα λευκά φύλλα για να τα συμπληρώσω όποτε χρειαζόταν. Ήμουν νομικός σύμβουλος στην Ανωτάτη Διοίκηση των SA». Επανέλαβε «...νομικός σύμβουλος».
Είπα:
«Σε παρακαλώ δώσε μου μερικά δόκτωρα. Μπορώ κάπως να τα χρησιμοποιήσω».
«Πως;» ρώτησε
«Φανταστείτε αν ο Χίτλερ έπαιρνε κάθε μέρα ένα γράμμα που έλεγε: Αγαπητέ Αδόλφο είμαι εδώ στη κόλαση. Πότε θα έρθεις να με βρείς; Δικός σου, Έρνστ Ρεμ. Ή τι πιστεύετε για αυτό; Μία επιστολή που θα υπογράφεται αδιαμφισβήτητα από τον αγαπημένο μας Φύρερ και θα απευθύνεται σε κάθε γραφέιο του Κόμματος στη χώρα: Κάθε λέξη που έχω ξεστομίσει τα τελευταία δεκατέσσερα επαίσχυντα χρόνια ήταν ψέμα. Τώρα όμως αναγνωρίζω την αλήθεια είμαι ο μεγαλύτερος προδότης στην ιστορία του κόσμου. Διαλύω το Κόμμα και παραχωρώ τη Γερμανία στα χέρια....Ποιών...Ποιών δόκτωρα;»
O δόκτωρας είχε συλληφθεί καθώς παρακολουθούσε ένα σενάριο νομικών στη Κεντρική Γερμανία. Συνελήφθη χωρίς να ξέρει το γιατί. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Βερολίνο μία μέρα αφότου πυροβολήθηκαν και οι τελευταίοι άνδρες των SA. Το γεγονός αυτό του έσωσε τη ζωή. Οι ανακρίσεις στις οποίες υποβλήθηκε ήταν τόσο γκροτέσκες όπως και οι κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν. Ως SA Group Leader υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι συμμετείχε στο λεγόμενο «Πραξικόπημα του Ρεμ». Η μυθοπλασία περί πραξικοπήματος διατηρούταν αυστηρά. Ο δόκτωρας μπορούσε να αποδείξει ότι, ενώ ο ίδιος δεν ήταν μέλος του Κόμματος, ο Ρεμ του είχε δώσει τον βαθμό και το δικαιώμα να φοράει τη στολή απλά για να μπορεί να χρησιμοποιεί την εξουσία που απαιτούνταν στα γραφεία της Ανωτάτης Διοίκησης των SA. Ο δόκτωρας απέδειξε ότι είχε φορέσει τη στολή μόνο μία φορά, ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με κανένα άλλο θέμα εκτός από τα νομικά, ότι ουδέποτε κλήθηκε σε πολιτικές συζητήσεις και ότι μόνο περιστασιακά είχε επαφές με τους ηγέτες των SA συζητώντας αποκλειστικά για νομικά θέματα. Κατόπιν τούτου κατηγορήθηκε ότι δεν εκπλήρωσε το καθήκον του ως SA Group Leader διότι αλλιώς θα έπρεπε να γνώριζε για την επικείμενη πράξη εσχάτης προδοσίας. Η λογική αυτή ήταν του διαβόλου. Η ζωή του κρεμόταν από μία κλωστή. Εν τω μεταξύ ο Ες είχε ήδη ξεκινήσει τα ταξίδια για να ζητήσει συγνώμη από τους συγγενείς των δολοφονηθέντων. Για μήνες ο Luetgebrune μεταφερόταν από φυλακή σε φυλακή, ανακρινόταν ξανά και ξανά και τελικά μετά από μήνες αφέθηκε ελεύθερος.
Ο δόκτωρας είχε καλή γνώμη για τον Ρεμ. Ο Ρεμ είχε μία στρατιωτική σκληρότητα, όπως συνέβαινε με τους παλιούς μισθοφόρους. Διέθετε επίσης μία αξιοσημείωτη μορφή ανεκτικότητας, μία ανεκτικότητα που επιτρέπει τον θαυμασμό ενός αντιπάλου απλώς για να τον πολεμήσει αργότερα πιο πεισματικά. Ο Ρεμ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος να αντικρούσει τον Χίτλερ. Όταν ο Χίτλερ φώναζε, ο Ρεμ φώναζε ακόμη πιο δυνατά. Ήταν όμως πιστός στον Χίτλερ, αυτό ήταν σίγουρο! Ο Ρεμ μπορεί να ξέχασε ότι ο Χίτλερ ήταν κάποτε προστατευόμενος του αλλά ο Χίτλερ δεν το ξέχασε ποτέ.
Ο Ρεμ ήταν πεπεισμένος για την ορθότητα και την αναγκαιότητα της «εθνικής επανάστασης». Ήταν πεπεισμένος ότι τα SA αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή της επανάστασης και όχι το Κόμμα. Το Κόμμα, για αυτόν, απλώς παρείχε τη διοικητική οργάνωση, την πολύπλευρη δομή και τα πολλαπλά γραφεία κατασκευάζοντας έτσι ένα καλούπι για το μελλοντικό κράτος. Ο Ρεμ πίστευε ότι ήταν υπεύθυνος για τη συνέχιση της επανάστασης ακόμη και μετά τη συγκρότηση του νέου κράτους και αναφερόταν στον ευατό του και τα SA ως «μηχανή του κινήματος». Λάμβανε σοβαρά υπόψη το πρόγραμμα του Κόμματος στο βαθμό που επηρέαζε τον τομέα του. Το πεδίο του, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, βασιζόταν στο σχηματισμό μίας «λαϊκής πολιτοφυλακής». Ένα έργο που ταίριαζε πλήρως στην ιδιοσυγκρασία του. Ήταν περήφανος που είχε μία ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη υπό τις διαταγές του. Ενσωμάτωσε τους Stahlhelm και κάθε άυξηση της δύναμης τον ευχαριστούσε. Ήθελε να συμπεριλάβει και τη κομμουνιστική Rotfrontkampfer και τη σοσιαλδημοκρατική Reichsbanner αν μπορούσε. Δεν έτρεφε καμία δυσπιστία απέναντι στους πρώην εχθρούς. Ήταν τόσο σίγουρος για τη λαμπερή γοητεία των περήφανων SA, για το συναίσθημα της συντροφικότητας, την οργάνωση, τους ηγέτες, τις στολές και την πίστη που τους διακατείχε θεωρώντας πως ήταν αδύνατο για τον οποιονδήποτε να αντισταθεί στο πνεύμα τους!
«Ήθελε ο Ρεμ να κυριαρχήσει επί της Ράιχσβερ;»
Ο δόκτωρας απαντάει: «Ο Ρεμ ήταν ένας απλός στρατιώτης. Είχε υπάρξει ο ίδιος στη Ράιχσβερ και είχε ακόμα πολλούς φίλους και συντρόφους εκεί. Φύσικα ήθελε να δει τη Ράιχβσερ να διευρύνεται έτσι ώστε να μπορέσει να γίνει οι ένοπλες δυνάμεις της Νέας Γερμανίας. Δεν επέμενε στην επανεισαγωγή της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας εφόσον αυτό απαγορευόταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών αλλά ήθελε τα στελέχη να συμπληρώνονται με εθελοντική στράτευση. Θεώρησε πως ήταν καθήκον του να το κανονίσει. Αλλά εδώ συνάντησε την αντίθεση της Ράιχσβερ. Άφησε την απόφαση στον Χίτλερ αλλά ο Χίτλερ δεν έκανε τίποτα».
Ο δόκτωρας είπε:
«Φυσικά όλα αυτά τα είχα συζητήσει μαζί του. Όταν υποστηρίχθηκε από διάφορους πως ο Ρεμ φιλοδοξεί να γίνει Υπουργός Πολέμου τον ρώτησα αν αυτό είναι αλήθεια. Ο Ρεμ μου είπε ότι φημολογείται ευρέως πως φιλοδοξώ να γίνω Υπουργός Δικαιοσύνης και ρώτησε αν αυτό αληθεύει. Του έδωσα τον λόγο της τιμής μου πως δεν επιθυμώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης και πως ακόμη και αν μου το προσέφεραν θα το αρνούμουν. Είπε: σε αυτή τη περίπτωση σου δίνω και εγώ το λόγο της τιμής μου πως δεν επιθυμώ το Υπουργείο Πολέμου και ότι ακόμη και αν μου το προσέφεραν θα το αρνούμουν».
Ρώτησα αν ήθελε να κάνει στα αλήθεια πραξικόπημα. Ο δόκτωρας έριξε μία ματιά στο τοίχο όπου ήταν κρεμασμένη μία ανάγλυφη πλάκα με τα πρόσωπα του Χίτλερ και του Ρεμ. Είπε:
«Έχω σκεφτεί πολύ το μοιραίο εκείνης της μέρας. Μπορείτε να φανταστείτε πόσους φίλους είχα. Τους ήξερα όλους και μου μιλούσαν όλοι ανοιχτά. Όταν με ανέκριναν με ρώτησαν αν ο Ρεμ ήθελε να κάνει πραξικόπημα, με ρωτούσαν ξανά και ξανά. Προφανώς είχαν αμφιβολίες για το αυταπόδεικτο των κατηγορίων τους αν και συμπεριφέρονταν σαν να αποδεικνύεται το πραξικόπημα. Η δική μου απάντηση σε όλα αυτά ήταν ένα ξεκάθαρο «όχι».
Η επανένωση των ηγετών των SA είχε διαταχτεί από τον Χίτλερ και όχι από τον Ρεμ. Ο Ρεμ ήταν άρρωστος εκείνη τη περίοδο, ρευματικός και ένιωθε εκτός φόρμας. Οι ηγέτες των SA περίμεναν την απόφαση του Χίτλερ σχετικά με τη μελλοντική σχέση μεταξύ SA και στρατού όμως ο Χίτλερ απέφευγε συνεχώς να τη λάβει. Τα SA γνώριζαν ότι δεν κατείχαν πλέον το αυτί του Φυρερ το οποίο ήταν πιο πρόθυμο να ακούσει τους στρατηγούς της Ράιχσβερ. Ο Ες είχε εκφωνήσει έναν απειλητικό λόγο στον οποίο είχε καταφερθεί εναντίον όλων εκείνων των στοιχείων που επιθυμούσαν να συνεχίσουν την επανάσταση. Τα SA είχαν καταστεί αντιδημοφιλείς σε όλα τα τοπικά παραρτήματα του Κόμματος και οι ηγέτες των SA πίστευαν ότι ο Ες μιλούσε για τον εαυτό του, ως εκπρόσωπος του Κόμματος στο Υπουργείο και όχι ως φερέφωνο του Χίτλερ. Οι ηγέτες των SA πίστευαν ότι στην επανένωση του Bad Wiessee θα είχαν επιτέλους την ευκαιρία να υποβάλουν τα παράπονα τους στον Χίτλερ. Είχαν καλό προαίσθημα γιατί ερμήνευαν προς όφελος τους την προηγούμενη αναποφασιστικότητα του Χίτλερ. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την απόφαση, ήταν έτοιμοι να υποκύψουν στη θέληση του.
Ένας από τους στρατηγούς της Ράιχσβερ, διοικητής του Μονάχου και παλιός σύντροφος του Ρεμ από τον πόλεμο πήγε να δει τον Ρεμ αφού έφτασε στο Bad Wiessee. Ο Ρεμ, ο παλιός «βασιλιάς των πολυβόλων της Βαυαρίας» είχε καταφέρει παρόλα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία χρόνια να προστατεύσει τα μυστικά όπλα της Ράιχσβερ. Τώρα όμως είχε διαλύσει τα οπλοστάσια και μοίρασε τα όπλα στις διάφορες μονάδες των SA. Η Ράιχσβερ αυτό το γνώριζε και πίστευε ότι αυτά τα όπλα ανήκαν δικαιωματικά σε αυτή. Η Ράιχσβερ είχε προσκολληθεί με ζήλια στο τίτλο της «μόνης ένοπλης δύναμης του έθνους». Ο στρατηγός επισήμανε στο Ρεμ ότι έκανε μοιραίο λάθος αν πίστευε ότι η Ράιχσβερ δεν θα άνοιγε πυρ. Ο στρατηγός επίσης πίστευε ότι η κατοχή όπλων από τα SA ήταν ένα γεγονός που δυσκόλευε τον Καγκελάριο να λάβει μία απόφαση, μία απόφαση που ανέμεναν εξίσου η Ράιχσβερ και τα SA. Ο στρατηγός πρότεινε στον Ρεμ να ανατεθούν τα όπλα σε ουδέτερα χέρια και συγκεκριμένα στις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις. Αυτές οι δυνάμεις επρόκειτο να υποταχθούν στον Χίμλερ στο εγγύς μέλλον, αλλά εν τω μεταξύ τόσο αυτές όσο και ο Χίμλερ εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον Υπουργό Ρεμ. Ο Ρεμ εντυπωσιάστηκε από τη σοβαρότητα του στρατηγού και δέχτηκε τη πρόταση. Έδωσε τον λόγο της τιμής του ότι δεν σκοπεύει να κάνει πραξικόπημα, ότι δεν φιλοδοξεί να γίνει Υπουργός Πολέμου και ότι θα διατάξει να κατατεθούν τα όπλα όπως του προτάθηκε. Ο στρατηγός αποχώρησε χωρίς πλέον να ανησυχέι ενώ ο Ρεμ έδωσε στον αναπληρωτή του στο Μόναχο, τον Schneidhuber, τις απαραίτητες οδηγίες.
Τα ξημερώματα τα φορτηγά έφτασαν στις κατά τόπους αποθήκες των SA και φόρτωσαν τα όπλα. Τα SS παρακολουθούσαν το συμβάν χωρίς να είναι ενημερωμένα για τη συμφωνία του Ρεμ με τον στρατηγό. Έτσι ενημέρωσαν τον Χίτλερ στο Γκόντεσμπεργκ ότι τα SA εξοπλίζονται. Μία και μόνο ερώτηση να είχε τεθεί στον Schneidhuber και θα είχαν λυθεί τα πάντα. Αντ΄αυτού ο Χίτλερ συνέλαβε τον Schneidhuber, του έσκισε τις επωμίδες και τον εκτέλεσε. Η μόνη οργάνωση η οποία μπορούσε να επιβεβαιώσει την αλήθεια, η Ράιχσβερ, σιώπησε. Σε τέτοιες περιπτώσεις η Ράιχσβερ τηρούσε πάντα τον νόμο της σιωπής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου