Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Ο Γκέμπελς και η Ρωσία

 






Η γοητεία του Γκαίμπελς για τη Ρωσία -όπως και τόσων άλλων συγχρόνων του- μπορεί να αναχθεί αρχικά στην εντατική μελέτη του έργου του Ντοστογιέφσκι. Μεταξύ των ετών 1918 και 1924, στη γερμανική αγορά βιβλίων κυκλοφόρησαν συνολικά τέσσερις εκδόσεις Απάντων, 22 συλλογές έργων, 120 μεμονωμένες εκδόσεις και πολλές βιογραφίες του Ρώσου συγγραφέα ή σχετικά με αυτόν. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η έκδοση των Απάντων του Ντοστογιέφσκι, που ξεκίνησε το 1905 από τον Moeller van den Bruck μαζί με τον Dmitri Merezhkovsky, και μια κυκλοφόρησε σχεδόν 180.000 αντίτυπα μέχρι το 1922. Μόνο εντός των ετών 1920 και 1922 πωλήθηκαν 400.000 μεταφράσεις του Ντοστογιέφσκι στα γερμανικά. 

Ως απόρροια των αναγνωσμάτων του, ο Γκαίμπελς ανέπτυξε την σχεδόν θρησκευτικά χρωματισμένη ελπίδα πως όλα τα προβλήματα της εποχής, τα οποία συνδέονταν κυρίως με τον καπιταλισμό, θα μπορούσαν να επιλυθούν από την Ρωσία ή μέσω αυτής: «Ex oriente lux (εξ΄ανατολής το φως). Σε ό,τι αφορά το πνεύμα, το κράτος, την οικονομία και την πολιτική[...] Το κλειδί στην επίλυση του ευρωπαϊκού ζητήματος βρίσκεται στην Ρωσία».[1] Αυτή η προσδοκία, που προβαλλόταν κυρίως στην «Παλαιά Ρωσία», αντιστοιχούσε στην προσδοκία ενός μεσσία, την οποία ο Γκαίμπελς αργότερα, στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, εναπόθεσε στον Χίτλερ: «Ρωσία, πότε θα ξυπνήσεις; O παλαιός κόσμος προσμένει την λυτρωτική σου πράξη. Ρωσία, συ ελπίδα ενός κόσμου που πεθαίνει! Πότε θα φέρεις την αυγή;».[2] Αντίστοιχες ιδέες περιέχουν και οι λογοτεχνικές προσπάθειες του Γκαίμπελς, όπως το αυτοβιογραφικό και ανέκδοτο μυθιστόρημα Michael Voormann (1929), όταν ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος λέει: «Στο ρωσικό έδαφος βρίσκεται η λύση του μεγάλου αινίγματος της Ευρώπης. Όταν η Ρωσία ξυπνήσει, ο κόσμος θα αντικρίσει ένα εθνικό θαύμα.»[3]

Τέτοιες απόψεις δεν εκφράστηκαν από τον Γκαίμπελς μόνον ιδιωτικώς, αλλά και σχεδόν επί λέξει σε επίσημο δημοσιογραφικό πλαίσιο. Τον Σεπτέμβριο του 1925 ανέλαβε τον ρόλο του συντάκτη, στην ημιμηνιαία εφημερίδας «NS-Briefe», που εξέδιδε ο Gregor Strasser. Εκεί ο Γκαίμπελς τόνιζε, για παράδειγμα, με το άρθρο του «Το Ρωσικό Πρόβλημα», την ελπίδα για μία εθνική απελευθέρωση της Ρωσίας: «Η Ρωσία είναι παρελθόν και μέλλον, όμως δεν αποτελεί παρόν. Στην καστανόχρωμη γη της Ανατολής αναπαύεται η εν διαμόρφωση μελλοντική δύναμη αυτής της γιγαντιαίας αυτοκρατορίας του Κόκκινου Τσάρου. Όταν η Ρωσία αφυπνιστεί, τότε ο κόσμος θα βιώσει ένα εθνικό θαύμα.» Από την άλλη, ο Γκαίμπελς τοποθετούσε τα δύο κινήματα στην ίδια πλεύρα, καθώς θα πραγματοποιούσαν μία παρόμοια «εθνική κάθαρση»  και ήταν «φυσικοί σύμμαχοι ενάντια στη διαφθορά της Δύσης.»

Στήριζε επομένως την ελπίδα του σε ένα «εθνικό» ρεύμα εντός του ρωσικού μπολσεβικισμού, το οποίο θα έπρεπε πρώτα να επιβληθεί στην «εβραϊκή-διεθνιστική» κατεύθυνση που εκπροσωπούσε, επί παραδείγματι, ο Τρότσκι. Μία τέτοια «εθνικοεπαναστατική» άποψη εκπροσωπήθηκε στο γερμανικό πλαίσιο, ίσως με μεγαλύτερο ριζοσπαστισμό, από τον Ernst Niekisch. Έντονα επηρεασμένος από τις εμπειρίες του στο μέτωπο και τον "πολεμικό σοσιαλισμό" (Kriegsozialismus) του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και από τα γραπτά του Ernst Jünger (1895-1998), ο Niekisch ονειρευόταν τη δημιουργία μιας "εθνικής λαϊκής κοινότητας" (Νationalen Volksgemeinschaft). Αυτή θα διαμορφωνόταν έχοντας ως βάση το σοβιετικό μοντέλο και η γερμανική εξωτερική πολιτική, με μία επιστροφή στις παλιές «πρωσσικές αξίες», θα στρεφόταν προς την Ανατολή. Σε αυτά τα πλαίσια, μια «γερμανο-σλαβική παγκόσμια αυτοκρατορία» θα μπορούσε στη συνέχεια να αναδυθεί ως «σοσιαλιστική πολιτεία». Η μεγαλύτερη πρόκληση εδώ ήταν να κερδίσει κανείς την ακόμα «ημιασιατική» Ρωσία με το μέρος του. 

Παρόμοιες ιδέες συμμαχίας συναντάμε και στον Γκαίμπελς, όταν έγραφε ότι «από την Ανατολή [...] έπρεπε να υιοθετηθεί η νέα κρατική ιδέα της ατομικής δέσμευσης και της υπεύθυνης πειθαρχίας απέναντι στο κράτος».[4] Έτσι, ο Γκαίμπελς δεν μπορούσε να κάνει λόγο για την επικείμενη «κατάρρευση» της «γιγαντιαίας αυτοκρατορίας της Ανατολής», όπως προφήτευε σχεδόν ταυτόχρονα ο Χίτλερ στο Mein Kampf. Από αυτή την οπτική, είχε μια διαφοροποιούμενη άποψη για το «εβραϊκό ζήτημα», όπως δείχνει η διάκριση μεταξύ «εθνικορωσικών» και «διεθνιστικών εβραϊκών» στοιχείων εντός του μπολσεβικισμού. Εξάλλου, ο γνήσια «εβραϊκός χαρακτήρας» του μπολσεβικισμού ήταν ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της σκέψης του Χίτλερ, τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και μετά. Ο Γκαίμπελς, από την άλλη πλευρά, είχε τις αμφιβολίες του για το αν «ο καπιταλιστής Εβραίος και ο Μπολσεβίκος Εβραίος [ήταν] το ένα και το αυτό. Ίσως σε τελική ανάλυση, αλλά ποτέ σε σχέση με την σημερινή πρακτική τους»[5]

Η άποψη περί «γηρασμένων» και «νεανικών» λαών που προώθησε ο Σπένγκλερ και κυρίως ο Müller van den Bruck απετέλεσε για τον Γκαίμπελς την αφετηρία για τις σκέψεις του σχετικά με την πολιτική των συμμαχιών. Η ανάπτυξη των ανθρώπινων πολιτισμών θεωρήθηκε επομένως παρόμοια με τις βιολογικές αρχές της ανάπτυξης. Υπήρχαν «γηρασμένα» έθνη για τα οποία ο χρόνος είχε πλέον τελειώσει και «νεανικά» έθνη των οποίων η άνοδος ήταν επικείμενη, με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία ειδικότερα, να φαίνονται καταδικασμένες και τη Γερμανία, την Ιταλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία ως ανερχόμενες δυνάμεις. Ο Γκαίμπελς αντιστοίχισε επίσης αυτή την ανάλυση με τους όρους «φτωχός/προλετάριος» και «πλούσιος/καπιταλιστής». Αν και η Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμη συνδεδεμένη με τις δυτικές δυνάμεις και με την «εβραϊκή κυριαρχία», μια Ρωσία απελευθερωμένη από τον «εβραϊκό μπολσεβικισμό» θα μπορούσε να λάβει τη θέση που της αναλογούσε στις τάξεις αυτών των «νέων», ανερχόμενων κρατών, πλάι στη Γερμανία. Παρά την προτιμώμενη επιλογή συμμαχίας, ο Γκαίμπελς δεν αγνοούσε το γεγονός ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο και να βρεθεί σε πόλεμο με τη Γερμανία. Αιτία του τελευταίου θεωρούσε τον πιθανό συνδυασμό ενός μπολσεβικισμού με πανσλαβιστικές τάσεις. Λόγω της ύπαρξης αυτών των τάσεων στην προεπαναστατική ρωσική ιστορία, δεν είχε καταλήξει σχετικά με το αν μια νέα "εθνική Ρωσία" θα ήταν εχθρός ή σύμμαχος. Αντιθέτως, η άποψη του Χίτλερ ήταν πως, μια εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία [. . . ] θα μπορούσε «να ενωθεί με τον διάβολο χωρίς να υποστεί ζημιά η ψυχή της».  Αν και ήταν γενικά υπέρ μιας τέτοιας συμμαχίας εκείνα τα χρόνια, ο Γκαίμπελς έβλεπε μια «φυσική εχθρότητα» μεταξύ των δύο λαών, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να εξουδετερωθεί από έναν κοινό εχθρό: τον δυτικό, αστικό, «εβραϊκό» καπιταλισμό, ο οποίος ήταν και ο κύριος ιδεολογικός εχθρός στη σκέψη του. Επομένως, η Ρωσία φαινόταν να είναι ο ευνοούμενος εταίρος του σε κάθε περίπτωση. Για αυτόν ήταν ξεκάθαρο: «Και όταν έρθει το τέλος, θα ήταν προτιμότερο να πέσουμε υπό τον Μπολσεβικισμό, παρά να ζήσουμε στην αιώνια σκλαβιά του Καπιταλισμού».

Αυτή η άποψη, ήταν φυσικό να συγκρουστεί με αυτήν του Χίτλερ. Η ομιλία του στη «Διάσκεψη του Μπάμπεργκ» στις 14 Φεβρουαρίου του 1926 προκάλεσε μεγάλη αμηχανία στον Γκαίμπελς, αλλά μετά από μία προσωπική συζήτηση με τον Χίτλερ δύο μήνες αργότερα, μπόρεσε να συμφωνήσει με τις απόψεις του τελευταίου γενικώς, και μετά τον διορισμό του ως Γκαουλάιτερ του Βερολίνου, τον υποστήριξε έναντι της «αριστερής» πτέρυγας του κόμματος. Παρόλα αυτά, ο Γκαίμπελς δεν αποδέχτηκε τελικά την ιδέα περί της ανατολικής πολιτικής του Χίτλερ - η Ρωσία παρέμενε για αυτόν ένα «αιώνιο μυστήριο». Ως εκ τούτου, παρακολούθησε με ενδιαφέρον την πάλη για την εξουσία μεταξύ του Στάλιν και του Τρότσκι, την οποία είδε ως σύγκρουση μεταξύ του «εθνικού» και του «εβραϊκού μπολσεβικισμού». Ο Γκαίμπελς ασχολήθηκε επανειλλημένα με την επιλογή της σύναψης συμμαχίας με την Ρωσία ως συντάκτης στο περιοδικό Der Angriff, που ιδρύθηκε το 1927 ως αντίβαρο στην εφημερίδα Berliner Arbeiterzeitung η οποία άνηκε στον Strasser. 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εμφανίστηκαν στο περιοδικό αρκετά άρθρα που ασχολήθηκαν με εναλλακτικές λύσεις στο γερμανικό πρόβλημα του «ζωτικού χώρου». Αν και ο Γκαίμπελς τόνιζε ότι ήταν απαραίτητο για τον γερμανικό λαό «να ξεπεράσει τα τωρινά του σύνορα», η κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να κινηθεί ο τελευταίος παρέμενε ένα ανοιχτό ζήτημα. Το άρθρο «Der Neger als Kollege» (Ο νέγρος ως συνάδελφος), το οποίο δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1931 στο Angriff και δεν αναδημοσιεύτηκε σε μεταγενέστερες συλλογές δοκιμίων, έδινε μια απάντηση: η Γαλλία ήταν - μέσα στα πλαίσια της διάκρισης μεταξύ «παλαιών» και «νέων» λαών - καταδικασμένη να παρακμάσει. Αυτό προσέφερε ευκαιρίες στο αναδυόμενο Τρίτο Ράιχ να λύσει το πρόβλημα του ζωτικού χώρου του, βγάζοντας την Ρωσία εκτός των βλέψεων του. Παρόλο που ήταν ασυνήθιστο για αυτόν, ο Γκαίμπελς χρησιμοποίησε επιχειρήματα βασισμένα στον φυλετισμό, ισχυριζόμενος ότι ο γαλλικός λαός έχει υποστεί αναμίξεις «με νέγρους και μογγόλους». Η εξασφάλιση των δυτικών συνόρων μέσω της καταστροφής της Γαλλίας, ενώ αποτελούσε μόνο ένα υποβοήθημα για τον Χίτλερ προκειμένου να εξασφαλίσει την δυνατότητα μίας εκστρατείας στα ανατολικά, τέθηκε τουλάχιστον θεωρητικά από τον Γκαίμπελς ως αυτοτελής στόχος έτσι ώστε να διατηρηθεί η πιθανότητα συμμαχίας με την Ρωσία.

Μετά την κατάληψη της εξουσίας από το NSDAP και τον διορισμό του ιδίου ως Υπουργό Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας του Ράιχ, έπρεπε να αποχαιρετήσει τέτοιες ιδέες, τουλάχιστον στο επίπεδο του δημοσίου λόγου. Ο θαυμασμός του για την Ρωσία, δεν τον εμπόδισε  στο να πολεμήσει σθεναρά τους Γερμανούς κομμουνιστές και να αναλάβει δράση εναντίον των Εβραίων του Βερολίνου. Και ήταν ακριβώς αυτές οι αντισημιτικές τάσεις στις οποίες βασίστηκε η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα υπό την ηγεσία του Γκαίμπελς, ιδίως κατά τα έτη μεταξύ 1935 και 1938. Ο Γκαίμπελς έπρεπε πλέον να παραμερίσει την ελπίδα του για μια «εθνική μπολσεβίκικη Ρωσία», όσον αφορά το προπαγανδιστικό του ρεπερτόριο, και ο μπολσεβικισμός με τη σειρά του έπρεπε να παρουσιαστεί ως «γέννημα και όπλο του Ιουδαϊσμού». Έτσι, ο Γκαίμπελς σχολίασε επιγραμματικά την σύναψη του συμφώνου μη επίθεσης με την ΕΣΣΔ, την οποία το Völkischer Beobachter χαρακτήρισε θετικά ως «αποκατάσταση μιας φυσικής κατάστασης: στην αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι», και υπογράμμισε πως το ζήτημα των Μπολσεβίκων ήταν «προς το παρόν δευτερεύουσας σημασίας». Κατά συνέπεια, το θέμα αυτό προσωρινά εξαφανίστηκε από την ατζέντα της προπαγάνδας. Στο διάστημα πριν την επίθεση κατα της Σοβιετικής Ένωσης, ο Γκαίμπελς έδωσε εντολή να μην συζητάται το θέμα της Ρωσίας.

Οι προπαγανδιστικές διαδικασίες παρόλα αυτά είχαν ξεκινήσει με μυστικό τρόπο από την άνοιξη του 1941 έως και τις τελευταίες ημέρες πριν την εισβολή: «Πρώτα απ' όλα, πρέπει να τυπωθούν 800.000 φυλλάδια για τους στρατιώτες μας. Το επιτρέπω να πραγματοποιηθεί με όλα τα μέτρα ασφαλείας[...] Η όλη διαδικασία είναι πολύ περίπλοκη, αλλά αυτό και μόνο εγγυάται ότι θα διατηρηθεί η μυστικότητα». Με την έναρξη του πολέμου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, η προπαγάνδα ξεκίνησε αμέσως δημοσίως με επιδέξιο τρόπο, και ο Γκαίμπελς έφερε ξανά στο προσκήνιο την πολεμική εναντίον του μπολσεβικισμού. Για το σκοπό αυτό, δημιούργησε στο υπουργείο του, τον Ιούλιο του 1941, ένα Γενικό Τμήμα για τα Ανατολικά Εδάφη υπό την ηγεσία του Έμπερχαρντ Τάουμπερτ (1907-1967), σε επιτηδευμένο ανταγωνισμό με το υπουργείο του Ρόζενμπεργκ για τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη, στο οποίο ο Χίτλερ είχε αναθέσει την αποκλειστική ευθύνη για τις δραστηριότητες αυτές.

Η σύνδεση μεταξύ μπολσεβικισμού και ιουδαϊσμού βρέθηκε αργότερα και πάλι στο επίκεντρο. Ιδιαίτερα μετά την ήττα της μάχης του Στάλινγκραντ, αυτή η σύνδεση υπερτονίστηκε, για παράδειγμα στην ομιλία του Γκαίμπελς στις 30 Ιανουαρίου 1943 στο Sportpalast του Βερολίνου, στην οποία κάλεσε σε «ολοκληρωτικό πόλεμο» με μία αυστηρά σχεδιασμένη συναισθηματική εκδήλωση: «Παράλληλα με τις τωρινές σκληρές μάχες στην Ανατολή, ο εχθρός πιστεύει ότι μπορεί και πάλι να θριαμβεύσει εναντίον μας. [...] Ο Διεθνής Εβραϊσμός χαίρεται, όπως έκανε και τόσες φορές στο παρελθόν. [...] Όπως έγινε και στον εσωτερικό αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας, έτσι και σε αυτόν τον γιγαντιαίο αγώνα ο Ιουδαϊσμός μας επιτίθεται και πάλι από δύο πλευρές».

Σε σύνδεση με τα παραπάνω, τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών ανακαλύφθηκαν εκ νέου από τον Γκέμπελς για προπαγανδιστική χρήση. Ο υπουργός προπαγάνδας υπογράμμισε την «εξαιρετική συνέπεια με την οποία χαρακτηρίζεται εδώ η εβραϊκή επιδίωξη για παγκόσμια κυριαρχία».  Από το καλοκαίρι του 1943, στον εθνικοσοσιαλιστικό τύπο εμφανίστηκαν αμέτρητα άρθρα που έδιναν έμφαση στην εβραϊκή επιδίωξη για παγκόσμια κυριαρχία και υποστήριζαν τη στενή συνεργασία μεταξύ των Εβραίων ηγετών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, των «Εβραίων του Καπιτωλίου» και των «Εβραίων του Κρεμλίνου». Η σοβιετική προπαγάνδα φαινόταν επίσης στον Γκαίμπελς ότι "πιθανόν ήταν φτιαγμένη από Εβραίους ". Οι ιδιωτικές δηλώσεις του υπουργού προπαγάνδας, από την άλλη πλευρά, καταδεικνύουν το οικονομικό υπόβαθρο της στρατιωτικής σύγκρουσης, σύμφωνα με τη γραμμή του Χίτλερ. Ο πόλεμος εμφανίζεται σε αυτές ως ένας «πόλεμος για τα σιτηρά και το ψωμί, για ένα πλήρες πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό τραπέζι, [...] για τις πρώτες ύλες, για το καουτσούκ, για το σίδηρο και τα μεταλλεύματα». Καθώς όμως η ήττα γινόταν όλο και πιο εμφανής τέτοιες σκέψεις γίνονταν όλο και πιο παρωχημένες. Ιδιαίτερα από τον Ιούνιο του 1941, οι μέχρι τότε αντίθετες ιδέες του Γκέμπελς για τη Ρωσία έπρεπε να προσαρμοστούν περισσότερο στην "κύρια γραμμή" του Χίτλερ. Οι δηλώσεις για τον "ασιατικό-μπολσεβίκικο κίνδυνο" ήταν πλέον μέρος του "τυπικού ρεπερτορίου", όπως και οι περιστασιακές αναφορές στην ιδέα του "Ράιχ" ως προπύργιο της απειλούμενης Δύσης, την οποία προέβαλε κυρίως ο Reichsführer-SS, Χάινριχ Χίμλερ (1900-1945). Η ιδεολογικά θεμελιωμένη πιθανότητα συμμαχίας με την Ρωσία, την οποία για πολύ καιρό ο Γκαίμπελς είχε προτιμήσει, δεν ήταν πλέον εφικτή.

[1]: Καταγραφή του Γκέμπελς στο Ημερολόγιο του, 30 Ιουλίου 1924

[2]: Καταγραφή του Γκέμπελς στο Ημερολόγιο του, 15 Ιουλίου 1924

[3]: Απόσπασμα από το «Μίχαελ» του Γκέμπελς

[4]: Καταγραφή του Γκέμπελς στο Ημερολόγιο του, 30 Ιουλίου 1924



Διαβάστε επίσης:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου