του Μυρμιδόνα
Ο σκοπός (ή τέλος) στην αριστοτελική φιλοσοφία είναι το παν και αυτό αναδεικνύεται κυρίως στο έργο Πολιτικά. Κάθε άνθρωπος, πράξη ή ακόμη και πράγμα οφείλουν να εκπληρώνουν τον σκοπό, ο οποίος τους έχει ανατεθεί. Η δε εκπλήρωση του σκοπού αυτού ως τελική αιτία του κάθε υποκειμένου ή αντικειμένου αποτελεί μία άριστη πράξη. Με άλλα λόγια, κατά τον Αριστοτέλη, τίποτα δεν δημιουργήθηκε, ούτε πρέπει να δημιουργείται μάταια και τίποτα δεν τίθεται προς εξυπηρέτηση εντελώς διαφορετικού σκοπού από τον προκαθορισμένο, ο οποίος ανατίθεται από την ίδια την φύση.
Αυτό ισχύει, όπως ήδη αναφέρθηκε, και στην περίπτωση των αντικειμένων, καθώς ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ακόμη και ένα απλό υπόδημα πρέπει είτε να χρησιμοποιηθεί από κάποιον, διότι αυτή η ιδιότητά του είναι εγγενής προς το ίδιο ή έστω να πωληθεί σε κάποιον άλλον, ο οποίος το έχει ανάγκη, κατόπιν καταβολής εντός αντιτίμου, εφόσον πρόκειται για μία σύμβαση πώλησης και όχι απλής δωρεάς. Ειρήσθω εν παρόδω, εδώ ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναπτύσσει μία πρώιμη μορφή της θεωρίας της εργασίας και κατ’ επέκταση παρουσιάζει την αιτία γενέσεως του χρήματος πολύ πριν τον John Locke. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, το νόμισμα διευκόλυνε τις συναλλαγές προς αποφυγήν της μεταφοράς των ίδιων των εξαγώγιμων αγαθών κατά την παραλαβή των εισαγόμενων ξένων. Ουσιαστικά δηλαδή το χρηματικό αντίτιμο δημιουργήθηκε για τις συναλλαγές με ξένους, αλλά επεκτάθηκε και στις εγχώριες για να επιταχύνει τις αγοραπωλησίες αποθηκεύοντας μία αξία στο ίδιο το συνάλλαγμα. Αρχικά, η αξία ενός νομίσματος βασιζόταν στο μέγεθος και στο βάρος, τελικά όμως απέκτησε ένα εγχάρακτο γνώρισμα, το οποίο απετέλεσε ένδειξη της ποσότητάς του. Ήδη εδώ ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την χρήση του χρήματος ως μία σχεδόν λύση ανάγκης προς αποφυγή υπερσυσσώρευσης άχρηστων αγαθών σε έναν ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν τα χρειάζεται. Προ επίρρωση αυτού, ο Αριστοτέλης μπορεί μεν να παραδέχεται ότι η χρήση και η πώληση ενός αντικειμένου συνιστούν μορφές χρήσεως ενός πράγματος, αλλά ο ίδιος κρατά μία σημαντική επιφύλαξη ως προς τα όρια της χρήσεως ενός αντικειμένου προς πώληση, καθώς το κάθε αντικείμενο, όπως το προαναφερθέν παράδειγμα με το υπόδημα, δεν κατασκευάστηκε για την ανταλλαγή αυτή καθαυτή, αλλά απλώς κατ’ εξαίρεση με απώτερο σκοπό να συμβάλλει στην εξυπηρέτηση της καθολικής αυτάρκειας του συνόλου.
Τούτων λεχθέντων, ο Αριστοτέλης στηλιτεύει τις δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες ακολουθούν όταν η παραπάνω ανταλλακτική λειτουργία, βάσει του χρήματος, ξεφεύγει των ορίων, τα οποία πρέπει να τίθενται από το ίδιο το κράτος, επειδή παραβιάζουν τον κύριο σκοπό ενός αντικειμένου. Κατά τον Αριστοτέλη, ο πλούτος πρέπει να έχει κάποια όρια, τα οποία τίθενται από την επιστήμη/τέχνη της Οικονομικής (Οικονομίας), εν αντιθέσει με την επιστήμη/τέχνη της Χρηματιστικής, η οποία εστιάζει ως επί το πλείστον στην επιβίωση και στην υπερβολική απόλαυση, μέσω της μανίας επιδίωξης πλούτου και απόκτησης ακόμη και μη αναγκαίων αγαθών. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι ενώ ο φυσικός πλούτος αποτελεί κοινό στοιχείο τόσο στο πεδίο της Οικονομικής όσο και στο πεδίο της Χρηματιστικής, οι επιστήμες αυτές εκπληρώνουν εντελώς διαφορετικούς σκοπούς, δυνάμει της
χρήσεως της προαναφερθείσας περιουσίας. Γι’ αυτό και κατά τον Αριστοτέλη, η αξία της ανδρείας εμπνέει το θάρρος, η μέθοδος της στρατηγικής εξασφαλίζει την νίκη και η επιστήμη της ιατρικής παρέχει την υγεία, δίχως την απώτερη στόχευση της κερδοσκοπίας.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η Χρηματιστική έχει 2 μορφές: α) την Καπηλική και β) την Οικονομική. Η τελευταία λογίζεται από τον ίδιο ως κάτι εντελώς διαφορετικό ουσιαστικά από την Χρηματιστική, καθώς στην Οικονομική τίθενται όρια στον πλούτο και δεν προκύπτει κάποια καταστροφική για το σύνολο υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Τουναντίον, η Οικονομική κρίνεται αναγκαία και είναι αξιέπαινη ως μέσο ή τμήμα δηλαδή της ευρύτερης έννοιας της πολιτικής, χωρίς να κυριεύει την ίδια την πολιτική. Η Καπηλική όμως επικρίνεται, διότι δεν ανάγεται στην ίδια την φύση του αντικειμένου, αλλά στην παρεπόμενη ή δευτερεύουσα λειτουργία του. Κάθε αντικείμενο εξάλλου δεν δημιουργήθηκε με αρχικό σκοπό την μεταπώληση, αλλά παράχθηκε προς υλοποίηση της βασικής του χρήσεως (π.χ. ένδυμα για ένδυση). Ακόμη όμως και αν πρέπει να υφίσταται η εμπορευματοποίηση ενός αγαθού, αυτή οφείλει να υπακούσει σε ορισμένους κανόνες και να μην ασκείται καταχρηστικά, ακυρώνοντας και αντικαθιστώντας έτσι την φυσική και κύρια χρήση του πράγματος.
Ο Αριστοτέλης έτσι συμπεραίνει ότι ευλόγως μισείται η τοκογλυφία, η οποία στο κείμενο των Πολιτικών ονομάζεται «οβολοστατική». Ειδικότερα, εφόσον η περιουσία προέρχεται πάντοτε από το ίδιο το χρήμα, τότε το χρήμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα αντικείμενο συσσώρευσης πλούτου, διότι δεν προορίζεται από την φύση του για κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια, το χρήμα αποτελεί ένα μέσο για την διευκόλυνση των συναλλαγών και επ’ ουδενί λόγω αυτοσκοπό, όπως γίνεται στην περίπτωση της τοκογλυφίας, όπου ισχύει το αντίθετο. Στην τοκογλυφία το υλικό κέρδος αποκτάται, μέσω του τόκου, από το ίδιο το χρήμα δηλαδή, παρά της αφύσικης αυτής λειτουργίας. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης ήταν αρκετά επιφυλακτικός με την χρήση ακόμη και του χρήματος στις συναλλαγές, διότι γνώριζε ήδη από τότε τον κίνδυνο από την κατάχρηση του εκάστοτε συναλλάγματος και την ανάδειξή του σε αυτοσκοπό, αντί για εργαλείο ανταλλαγής προϊόντων και καταληκτικά αποφυγής υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας. Επίσης, ο Αριστοτέλης εμμέσως πλην σαφώς αναφέρει ότι άνθρωποι-νομάδες τείνουν να είναι πιο οκνηροί, καθώς δεν είναι συνδεδεμένοι άρρηκτα με το έδαφος στο οποίο γεννήθηκαν και αξιοποιούν. Συγκεκριμένα, αυτοί οι πληθυσμοί έχουν μία τάση να καταλήγουν στο εμπόριο, επειδή ακριβώς το συνάλλαγμα αφενός δεν προϋποθέτει άμεσα την χειρωνακτική εργασία, όπως είναι η καλλιέργεια της γης επί παραδείγματι, αφετέρου επειδή το εμπόριο έχει εν τη γενέσει του έναν διεθνιστικό χαρακτήρα, ο οποίος είναι συστατικό στοιχείο της νομαδικής τους φύσεως.
Δεδομένων των όσων ανέλυσε ο Αριστοτέλης πριν από τόσους αιώνες, είναι τραγικά ειρωνικό ότι στην σύγχρονη πλουτοκρατική κοινωνία της απεριόριστης κατανάλωσης και αγοραίας ερμηνείας των πάντων, βάσει του κέρδους, δεν δημιουργείται καμία ηθική αναστολή για την υπερβολική συσσώρευση πλούτου, ακόμη και για άχρηστα πράγματα, τα οποία επιδιώκει συνεχώς ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος-καταναλωτής. Η δε παραχώρηση κεφαλαίου από τις τράπεζες με σκοπό την τοκοφορία για τις ίδιες, δυνάμει του χορηγηθέντος κεφαλαίου, αποτελεί πλέον τον κανόνα του σύγχρονου κόσμου και άρα την επιβεβαίωση αυτής της αφύσικης λειτουργίας του χρήματος ως αυτοσκοπού, αντί ως μέσου για την επιτάχυνση των συναλλαγών. Η δε ακύρωση όλων των κρατικών παρεμβατισμών ενός έθνους-κράτους εις τον βωμό του κάλπικου ηθικού περιβλήματος της ραγδαία εξελισσόμενης και ολοένα και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας αποτελούν το πλέον εύφορο έδαφος για την ληστρική επέλαση του κεφαλαίου και των δεσμών του τόκου εις βάρος των εθνών-κρατών από τους διαβόητους σιωνιστικούς κηφήνες, οι οποίοι επέτυχαν την παραπάνω υποδούλωση, καθώς οι ίδιοι απέκτησαν υπούλως και αυθαιρέτως το μονοπώλιο παραγωγής του χρήματος, το οποίο χρήμα πλέον χρησιμοποιούν ως αυτοσκοπό για να πλουτίζουν και να εξουσιάζουν ως ανθρώπινα παράσιτα εις βάρος του ξενιστή τους.
.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου