Ένα ακόμη άρθρο για τον Ernst Junger και την σύνθετη ιδεολογική του σκέψη. Σήμερα θα περάσουμε σε ένα σχολιασμό του τρίτου τόμου των “Politische Publizistik 1919-1933” (Πολιτικών και Πολεμικών Γραπτών σχετικά με τα έτη 1929-1933), που μας επιτρέπει να διορθώσουμε μια για πάντα, το αμφιλεγόμενο ερώτημα για τον εθνικισμό του Γερμανού συγγραφέα και της σχέσης του με τον εθνικοσοσιαλισμό. Έχω ήδη αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο τις «μετατοπίσεις» του συγγραφέα σε κάποιες εποχές , κάτι που είχε μελετήσει ο ίδιος ο Evola. Αν ήδη από το 1923, ο Jünger είχε γράψει λόγια εκτίμησης για τον Χίτλερ, στον οποίον είχε στείλει επίσης ένα αντίγραφο με αυτόγραφο του περίφημου έργου του “Im Stahlgewittern” (Καταιγίδες από ατσάλι) και εάν την ίδια περίοδο είχε επίσης συνεργαστεί με την εφημερίδα του NSDAP, “Völkischer Beobachter”, τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις του με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα θα γίνουν πιο σύνθετες. Αλλά ποτέ δεν θα τις σπάσει. Αντίθετα είχε πάντα μια συναδελφική αλληλεγγύη. Ενίοτε με σκληρή κριτική σε αυτό ή σε εκείνο το σημείο, αλλά πάντα εντός του εθνικιστικού γαλαξία και με τους φιλικούς τόνους του συνειδητού συμμάχου του αγώνα.
Ένας από τους πιθανούς λόγους για την παρεξήγηση μεταξύ ορισμένων εθνικιστικών κύκλων και του NSDAP ήταν η κατάσταση των αγροτών στα τέλη της δεκαετίας του 1920 (υπάρχει σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα με τα γεγονότα και τις αιτίες). Ειδικά στη βόρεια περιοχή του Schleswig-Holstein, μετά τα σωφρονιστικά μέτρα των συνθηκών ειρήνης, που τιμωρούν έντονα τη γερμανική οικονομία στο σύνολό της, καθώς και μετά την οικονομική κρίση, υπήρξε η προοδευτική κατάρρευση της αγροτικής τάξης, η οποία διολισθαίνει όλο και περισσότερο στη δίνη του χρέους, την παραγωγική κρίση και την αυξανόμενη απώλεια μικροπεριουσίας. Από αυτή την κατάσταση είχε πάρει ισχύ μια μορφή διαμαρτυρίας που διαχειριζόταν το πανίσχυρο Landvolkbewegung, το αγροτικό κίνημα με έντονες εθνικιστικές και αντισημιτικές αποχρώσεις, το οποίο από το 1928, έγινε επίσης ο πρωταγωνιστής κάποιων βομβιστικών επιθέσεων κατά των κεντρικών γραφείων του Reichstag. Ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στο κράτος και την κυβέρνηση, οι οποίοι δεν μπορούσαν να εγγυηθούν στους αγρότες αυτές τις επιδοτήσεις και την προστασία από τον ξένο ανταγωνισμό, χωρίς τα οποία η αγροτική οικονομία επρόκειτο να καταστραφεί. Το αγροτικό κίνημα βρήκε άμεση υποστήριξη στους εθνικιστικούς κύκλους. Ο ίδιος ο Jünger δικαιολόγησε την τρομοκρατία, αποστασιοποιημένος από τον Hitler, ο οποίος ωστόσο συμμάχησε με τη διαμαρτυρία, καταδίκασε όμως ανοιχτά τη χρήση βίας. Αυτό δεν εμπόδισε ολόκληρο το αγροτικό κίνημα να συγχωνευθεί στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα λίγο αργότερα, αποτελώντας πράγματι μια από τις πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις του. Σκεφτείτε απλώς τον ρόλο που έπαιξε ο Walther Darré.
Καταδικάζοντας τον αστικό Τύπο, συμπαγώς εχθρικό προς τους αγρότες του Βορρά, ο Jünger έγραψε βαριές προτάσεις: «Υπάρχει ένας τρόμος στα ΜΜΕ πολύ πιο σημαντικός από τον τρόμο που δημιουργείται από οποιαδήποτε βόμβα». Και εξίσου καταδίκασε τον μετριοπάθεια του Hitler, ο οποίος όπως όλοι γνωρίζουν, μετά το Putsch του 1923 ήταν πολύ προσεκτικός ώστε να βαδίσει στα μονοπάτια της νομιμότητας, λειτουργώντας καθ’ όλη την περίοδο του Kampfzeit, δηλαδή του αγώνα για την εξουσία, ως ένα άκαμπτο στοιχείο και μιας μετριοπάθειας που έπρεπε να καταπνίξει τις ριζοσπαστικές ωθήσεις της αριστερής πτέρυγας του. Ο Jünger επέπληξε επίσης τον Hitler ότι δεν ήταν αρκετά αποφασισμένος να αποστασιοποιηθεί από τον Hugenberg – τον επικεφαλής του Γερμανικού Εθνικού Κόμματος – και από όλους τους αντιδραστικούς και αστικούς κύκλους. Το εκπληκτικό γεγονός που προκύπτει ξεκάθαρα από τα γραπτά του αυτής της περιόδου, είναι ότι ο Jünger επέκρινε το NSDAP όχι από τη «δεξιά», όπως νόμιζε και όπως θα κάνει αργότερα, αλλά από την «αριστερά». Αλλά σε κάθε περίπτωση, ήταν πάντα θέμα κριτικής που δεν αμφισβητούσε ποτέ την επίγνωση ότι Εθνικιστές και οι Εθνικοσοσιαλιστές ανήκαν στο ίδιο στρατόπεδο, με τα ίδια ιδανικά και τους ίδιους στόχους. Ωστόσο, το ζήτημα ήταν να έρθουν στην εξουσία όχι με μετριοπαθείς ή συντηρητικούς, αλλά με ριζοσπαστικούς διαμεσολαβητές.
Γράφει ο Jünger στο “Wiederstand” τον Οκτώβριο του 1929: «Τα ψηφίσματα που ελήφθησαν μέσα στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα δεν έχουν σε καμία περίπτωση αποκλειστική σημασία για αυτό το κόμμα. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι αυτό επί του παρόντος αντιπροσωπεύει το ισχυρότερο και πιο τρομακτικό όπλο της εθνικής βούλησης, κάθε ενέργεια ή παραίτηση του θα χτυπήσει αναγκαστικά όλες τις δυνάμεις που θέλουν να συμβάλουν στην επιβεβαίωση αυτής της βούλησης στη Γερμανία. Αλλά πώς μπορεί κανείς να αναλάβει την ευθύνη να ξυπνήσει την ομοιότητα ενός κοινού μετώπου με δυνάμεις των οποίων η εγγύτητα είναι απαράδεκτη για ένα κόμμα που φέρει το όνομα των Γερμανών εργατών;». Ερωτήματα που φυσικά θα ακούγονται σαν μουσική στα αυτιά των SA ή ενός Goebbels και που δεν αντιπροσώπευαν καθόλου τις θέσεις του συντηρητικού εθνικισμού, αλλά εκείνου του ριζοσπαστικού εθνικισμού που είχε προσεγγίσει ο Jünger μέσω του Ernst Niekisch, του οποίου το πνεύμα ο συγγραφέας είχε μελετήσει μέσω του φιλόσοφου Alfred Baeumler. Όμως ο Jünger σύντομα ικανοποιήθηκε, αν σκεφτεί κανείς τη ρήξη που ήθελε εκείνος ο Hitler του «μετώπου του Harzburg» του 1931, δηλαδή την τακτική συμμαχία του εθνικοσοσιαλισμού με τον συντηρητικό εθνικισμό, ή την εκκαθάριση όλων των συντηρητικών κύκλων μετά την κατάληψη της εξουσίας. Ή ακόμη και την «κάθαρση» του 1934 (που επηρέασε όχι μόνο την «αριστερά» του Roehm, αλλά και τη «δεξιά» του Schleicher), αν σκεφτούμε τότε πώς ο ίδιος ο Hitler το 1944, έβαλε βάναυσα ένα τέλος στον συντηρητισμό των junker – και την ιστορική ύπαρξη της κάστας τους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε την αίσθηση ότι ο Jünger είχε κάτι να θαυμάσει στο έργο του Χίτλερ. Η ιστορία όμως λέει ότι ακριβώς στην κορυφαία πάλη των συντηρητικών ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό, ο συγγραφέας ήταν όχι με την πλευρά της αριστεράς, αλλά της δεξιάς. Αινίγματα του αριστοκρατισμού…
Ο Jünger ήταν ανοιχτά μη κομματικός: «απαρνιόμαστε κάθε κομματική ιδιότητα…» έγραφε και αντιλαμβανόταν ρομαντικά τον εθνικισμό ως ένα σύνολο κέντρων του αγώνα, ελπίζοντας να «δούμε όλους αυτούς τους δεσμούς να αναπτύσσονται με ισχυρό, σφιχτό και ενιαίο τρόπο, ώστε να φτάσουμε στις απαραίτητες διαστάσεις για τη μεγάλη αναμέτρηση…». Η ιστορία έχει δείξει ότι στη Γερμανία, ο κομματικός εθνικισμός δεν είχε την ικανότητα να αναπτυχθεί σε σημείο να γίνει ηγεμονικός. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ήταν σαφές ότι ούτε ο Hugenberg ούτε ο Seldte ούτε ο Niekisch θα πήγαιναν μακριά. Φανταστείτε απλά διάφορα διάσπαρτα περιβάλλοντα. Ο Hitler όμως προχώρησε αλλά με πολιτικούς και όχι ρομαντικούς τρόπους και ενώνοντας ακριβώς όλα εκείνα τα κινήματα – από τα κινήματα των νέων, τους Jugendbewegung, μέχρι τον αγρότη που προαναφέραμε – που παρότι εθνικιστές, δεν ήταν αντιδραστικοί, αλλά μάλλον επαναστάτες.
Αυτό το πράγμα ο Jünger δεν το κατάλαβε ποτέ. Δεν καταλάβαινε την ταυτότητα ενός κινήματος που το βρήκε πολύ συντηρητικό το ’29 και πολύ επαναστατικό από το ’33 και μετά… ενώ η ιστοριογραφία έχει αποδείξει σε μεγάλο βαθμό – από τον Nolte μέχρι το Kershaw – ότι ήταν και τα δύο ταυτόχρονα, από το 1923 έως το 1945. Οι μομφές του Jünger προς τους «φίλους του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος» είχαν στόχο να κλονίσουν αυτό που φαινόταν στον συγγραφέα υπερβολική αυτοσυγκράτηση, αλλά αντίθετα ήταν απλώς πολιτική οξυδέρκεια. Αναφερόμενος στα αδιάλλακτα εθνικιστικά κινήματα, ο Jünger διατύπωσε μια προτροπή: «Ελπίζουμε ακόμη ότι ο εθνικοσοσιαλισμός, αντί να πολεμήσει αυτές τις δυνάμεις, θα αποδεχθεί και θα αναγνωρίσει τη βασική τους συγγένεια». Η βασική συγγένεια, ένας ορισμός ρητός που αφιερώνουμε σε εκείνους τους διάφορους που δεν έχουν διαβάσει τον Junger, αυτούς που αρνήθηκαν οποιαδήποτε «γιουνγκεριανή» έκρηξη του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά ακόμη και μια δική του εθνικιστική ιδεολογία.
Και τέλος διαβάζουμε την επαναστατική ελπίδα που έγραψε ο Jünger το 1929, σε σελίδες που σίγουρα θα προκαλέσουν τρομερή σύγχυση στους σημερινούς λογοτεχνικούς θαυμαστές του: «Ευχόμαστε ειλικρινά τη νίκη για τον Εθνικοσοσιαλισμό. Γνωρίζουμε τις καλύτερες δυνάμεις του, από τον ενθουσιασμό των οποίων αντλεί υποστήριξη και των οποίων η προθυμία για θυσία μπορεί πέρα από κάθε αμφιβολία, να καυχηθεί. Όμως γνωρίζουμε επίσης, ότι θα μπορέσει να παλέψει για να κερδίσει εάν τα όπλα του σφυρηλατηθούν στα πιο αγνά μέταλλα και αν απαρνηθεί την υποστήριξη των εύθραυστων υπολειμμάτων μιας περασμένης εποχής». Μπορούμε λοιπόν να επαναλάβουμε ότι σε αυτό, ο Jünger ήταν πολύ ικανοποιημένος. Τα «εύθραυστα υπολείμματα» όχι μόνο αγνοήθηκαν, αλλά ακριβώς καταστράφηκαν. Ο ηρωικός ρεαλισμός που υποστήριζε ο Jünger δεν ήταν παρά ένας εθνικιστικός ριζοσπαστισμός χωρίς πολιτικές χροιές. Το πρόγραμμά του ήταν απλώς η Γερμανία. «Θέλουμε τη Γερμανία ακριβώς όπως είναι», έγραψε τον Μάρτιο του 1930. Γνώριζε μόνο έναν στόχο, «την αιώνια πραγματικότητα ενός Ράιχ που σε αυτή τη χώρα, ποτέ δεν παρέλειψε να ενθουσιάσει τη νεολαία». Και γνώριζε μόνο ένα σχέδιο, «Εδώ δεν υπάρχει τίποτα να ευχηθείς λοιπόν, υπάρχει μάλλον η αυστηρή αναγνώριση ενός καθήκοντος που βρίσκει πλέον έκφραση. Τότε όπως και σήμερα, το να είσαι Γερμανός σημαίνει να είσαι σε αγώνα». Η διαφορά μεταξύ του εθνικισμού του Jünger και του εθνικοσοσιαλισμού είναι εν ολίγοις η ίδια διαφορά που υπάρχει μεταξύ της σκέψης μιας μαχητικής ένωσης και της ιδεολογίας ενός επαναστατικού κόμματος, που προορίζεται να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τάξεων και εθνών. Όμως το πολιτιστικό περιβάλλον, οι ιδανικές προσδοκίες, οι εθνικοί στόχοι φαίνεται να είναι αδέρφια. Τέτοια αδέρφια ωστόσο που δεν δικαιολογούν τις συνεχείς προσπάθειες κλοπής του Jünger από τον κόσμο του, θέλοντας να τον αναγάγουν σε έναν αγνωστικιστικό και στάσιμο άνθρωπο των γραμμάτων και για χάρη ποιος ξέρει για ποιον!


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου