Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Ο Αριστοτέλης για το φαινόμενο της τοκογλυφίας

 




του Μυρμιδόνα


Ο σκοπός (ή τέλος) στην αριστοτελική φιλοσοφία είναι το παν και αυτό αναδεικνύεται κυρίως στο έργο Πολιτικά. Κάθε άνθρωπος, πράξη ή ακόμη και πράγμα οφείλουν να εκπληρώνουν τον σκοπό, ο οποίος τους έχει ανατεθεί. Η δε εκπλήρωση του σκοπού αυτού ως τελική αιτία του κάθε υποκειμένου ή αντικειμένου αποτελεί μία άριστη πράξη. Με άλλα λόγια, κατά τον Αριστοτέλη, τίποτα δεν δημιουργήθηκε, ούτε πρέπει να δημιουργείται  μάταια και τίποτα δεν τίθεται προς εξυπηρέτηση εντελώς διαφορετικού σκοπού από τον προκαθορισμένο, ο οποίος ανατίθεται από την ίδια την φύση.


Αυτό ισχύει, όπως ήδη αναφέρθηκε, και στην περίπτωση των αντικειμένων, καθώς ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ακόμη και ένα απλό υπόδημα πρέπει είτε να χρησιμοποιηθεί από κάποιον, διότι αυτή η ιδιότητά του είναι εγγενής προς το ίδιο ή έστω να πωληθεί σε κάποιον άλλον, ο οποίος το έχει ανάγκη, κατόπιν καταβολής εντός αντιτίμου, εφόσον πρόκειται για μία σύμβαση πώλησης και όχι απλής δωρεάς. Ειρήσθω εν παρόδω, εδώ ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναπτύσσει μία πρώιμη μορφή της θεωρίας της εργασίας και κατ’ επέκταση παρουσιάζει την αιτία γενέσεως του χρήματος πολύ πριν τον John Locke. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, το νόμισμα διευκόλυνε τις συναλλαγές προς αποφυγήν της μεταφοράς των ίδιων των εξαγώγιμων αγαθών κατά την παραλαβή των εισαγόμενων ξένων. Ουσιαστικά δηλαδή το χρηματικό αντίτιμο δημιουργήθηκε για τις συναλλαγές με ξένους, αλλά επεκτάθηκε και στις εγχώριες για να επιταχύνει τις αγοραπωλησίες αποθηκεύοντας μία αξία στο ίδιο το συνάλλαγμα. Αρχικά, η αξία ενός νομίσματος βασιζόταν στο μέγεθος και στο βάρος, τελικά όμως απέκτησε ένα εγχάρακτο γνώρισμα, το οποίο απετέλεσε ένδειξη της ποσότητάς του. Ήδη εδώ ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την χρήση του χρήματος ως μία σχεδόν λύση ανάγκης προς αποφυγή υπερσυσσώρευσης άχρηστων αγαθών σε έναν ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν τα χρειάζεται. Προ επίρρωση αυτού, ο Αριστοτέλης μπορεί μεν να παραδέχεται ότι η χρήση και η πώληση ενός αντικειμένου συνιστούν μορφές χρήσεως ενός πράγματος, αλλά ο ίδιος κρατά μία σημαντική επιφύλαξη ως προς τα όρια της χρήσεως ενός αντικειμένου προς πώληση, καθώς το κάθε αντικείμενο, όπως το προαναφερθέν παράδειγμα με το υπόδημα, δεν κατασκευάστηκε για την ανταλλαγή αυτή καθαυτή, αλλά απλώς κατ’ εξαίρεση με απώτερο σκοπό να συμβάλλει στην εξυπηρέτηση της καθολικής αυτάρκειας του συνόλου.

Τούτων λεχθέντων, ο Αριστοτέλης στηλιτεύει τις δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες ακολουθούν όταν η παραπάνω ανταλλακτική λειτουργία, βάσει του χρήματος, ξεφεύγει των ορίων, τα οποία πρέπει να τίθενται από το ίδιο το κράτος, επειδή παραβιάζουν τον κύριο σκοπό ενός αντικειμένου. Κατά τον Αριστοτέλη, ο πλούτος πρέπει να έχει κάποια όρια, τα οποία τίθενται από την επιστήμη/τέχνη της Οικονομικής (Οικονομίας), εν αντιθέσει με την επιστήμη/τέχνη της Χρηματιστικής, η οποία εστιάζει ως επί το πλείστον στην επιβίωση και στην υπερβολική απόλαυση, μέσω της μανίας επιδίωξης πλούτου και απόκτησης ακόμη και μη αναγκαίων αγαθών. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι ενώ ο φυσικός πλούτος αποτελεί κοινό στοιχείο τόσο στο πεδίο της Οικονομικής όσο και στο πεδίο της Χρηματιστικής, οι επιστήμες αυτές εκπληρώνουν εντελώς διαφορετικούς σκοπούς, δυνάμει της
χρήσεως της προαναφερθείσας περιουσίας. Γι’ αυτό και κατά τον Αριστοτέλη, η αξία της ανδρείας εμπνέει το θάρρος, η μέθοδος της στρατηγικής εξασφαλίζει την νίκη και η επιστήμη της ιατρικής παρέχει την υγεία, δίχως την απώτερη στόχευση της κερδοσκοπίας.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η Χρηματιστική έχει 2 μορφές: α) την Καπηλική και β) την Οικονομική. Η τελευταία λογίζεται από τον ίδιο ως κάτι εντελώς διαφορετικό ουσιαστικά από την Χρηματιστική, καθώς στην Οικονομική τίθενται όρια στον πλούτο και δεν προκύπτει κάποια καταστροφική για το σύνολο υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Τουναντίον, η Οικονομική κρίνεται αναγκαία και είναι αξιέπαινη ως μέσο ή τμήμα δηλαδή της ευρύτερης έννοιας της πολιτικής, χωρίς να κυριεύει την ίδια την πολιτική. Η Καπηλική όμως επικρίνεται, διότι δεν ανάγεται στην ίδια την φύση του αντικειμένου, αλλά στην παρεπόμενη ή δευτερεύουσα λειτουργία του. Κάθε αντικείμενο εξάλλου δεν δημιουργήθηκε με αρχικό σκοπό την μεταπώληση, αλλά παράχθηκε προς υλοποίηση της βασικής του χρήσεως (π.χ. ένδυμα για ένδυση). Ακόμη όμως και αν πρέπει να υφίσταται η εμπορευματοποίηση ενός αγαθού, αυτή οφείλει να υπακούσει σε ορισμένους κανόνες και να μην ασκείται καταχρηστικά, ακυρώνοντας και αντικαθιστώντας έτσι την φυσική και κύρια χρήση του πράγματος.

Ο Αριστοτέλης έτσι συμπεραίνει ότι ευλόγως μισείται η τοκογλυφία, η οποία στο κείμενο των Πολιτικών ονομάζεται «οβολοστατική». Ειδικότερα, εφόσον η περιουσία προέρχεται πάντοτε από το ίδιο το χρήμα, τότε το χρήμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα αντικείμενο συσσώρευσης πλούτου, διότι δεν προορίζεται από την φύση του για κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια, το χρήμα αποτελεί ένα μέσο για την διευκόλυνση των συναλλαγών και επ’ ουδενί λόγω αυτοσκοπό, όπως γίνεται στην περίπτωση της τοκογλυφίας, όπου ισχύει το αντίθετο. Στην τοκογλυφία το υλικό κέρδος αποκτάται, μέσω του τόκου, από το ίδιο το χρήμα δηλαδή, παρά της αφύσικης αυτής λειτουργίας. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης ήταν αρκετά επιφυλακτικός με την χρήση ακόμη και του χρήματος στις συναλλαγές, διότι γνώριζε ήδη από τότε τον κίνδυνο από την κατάχρηση του εκάστοτε συναλλάγματος και την ανάδειξή του σε αυτοσκοπό, αντί για εργαλείο ανταλλαγής προϊόντων και καταληκτικά αποφυγής υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας. Επίσης, ο Αριστοτέλης εμμέσως πλην σαφώς αναφέρει ότι άνθρωποι-νομάδες τείνουν να είναι πιο οκνηροί, καθώς δεν είναι συνδεδεμένοι άρρηκτα με το έδαφος στο οποίο γεννήθηκαν και αξιοποιούν. Συγκεκριμένα, αυτοί οι πληθυσμοί έχουν μία τάση να καταλήγουν στο εμπόριο, επειδή ακριβώς το συνάλλαγμα αφενός δεν προϋποθέτει άμεσα την χειρωνακτική εργασία, όπως είναι η καλλιέργεια της γης επί παραδείγματι, αφετέρου επειδή το εμπόριο έχει εν τη γενέσει του έναν διεθνιστικό χαρακτήρα, ο οποίος είναι συστατικό στοιχείο της νομαδικής τους φύσεως.

Δεδομένων των όσων ανέλυσε ο Αριστοτέλης πριν από τόσους αιώνες, είναι τραγικά ειρωνικό ότι στην σύγχρονη πλουτοκρατική κοινωνία της απεριόριστης κατανάλωσης και αγοραίας ερμηνείας των πάντων, βάσει του κέρδους, δεν δημιουργείται καμία ηθική αναστολή για την υπερβολική συσσώρευση πλούτου, ακόμη και για άχρηστα πράγματα, τα οποία επιδιώκει συνεχώς ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος-καταναλωτής. Η δε παραχώρηση κεφαλαίου από τις τράπεζες με σκοπό την τοκοφορία για τις ίδιες, δυνάμει του χορηγηθέντος κεφαλαίου, αποτελεί πλέον τον κανόνα του σύγχρονου κόσμου και άρα την επιβεβαίωση αυτής της αφύσικης λειτουργίας του χρήματος ως αυτοσκοπού, αντί ως μέσου για την επιτάχυνση των συναλλαγών. Η δε ακύρωση όλων των κρατικών παρεμβατισμών ενός έθνους-κράτους εις τον βωμό του κάλπικου ηθικού περιβλήματος της ραγδαία εξελισσόμενης και ολοένα και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας αποτελούν το πλέον εύφορο έδαφος για την ληστρική επέλαση του κεφαλαίου και των δεσμών του τόκου εις βάρος των εθνών-κρατών από τους διαβόητους σιωνιστικούς κηφήνες, οι οποίοι επέτυχαν την παραπάνω υποδούλωση, καθώς οι ίδιοι απέκτησαν υπούλως και αυθαιρέτως το μονοπώλιο παραγωγής του χρήματος, το οποίο χρήμα πλέον χρησιμοποιούν ως αυτοσκοπό για να πλουτίζουν και να εξουσιάζουν ως ανθρώπινα παράσιτα εις βάρος του ξενιστή τους.


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Η κατανόηση του ριζοσπαστικού εθνικισμού του Ernst Junger

 






Ένα ακόμη άρθρο για τον Ernst Junger και την σύνθετη ιδεολογική του σκέψη. Σήμερα θα περάσουμε  σε ένα σχολιασμό του τρίτου τόμου των “Politische Publizistik 1919-1933” (Πολιτικών και Πολεμικών Γραπτών σχετικά με τα έτη 1929-1933), που μας επιτρέπει να διορθώσουμε μια για πάντα, το αμφιλεγόμενο ερώτημα για τον  εθνικισμό του Γερμανού συγγραφέα και της σχέσης του με τον εθνικοσοσιαλισμό. Έχω ήδη αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο τις «μετατοπίσεις» του συγγραφέα σε κάποιες εποχές , κάτι που είχε μελετήσει ο ίδιος ο Evola. Αν ήδη από το 1923, ο Jünger είχε γράψει λόγια εκτίμησης για τον Χίτλερ, στον οποίον είχε στείλει επίσης ένα αντίγραφο με αυτόγραφο του περίφημου έργου του “Im Stahlgewittern” (Καταιγίδες από ατσάλι) και εάν την ίδια περίοδο είχε επίσης συνεργαστεί με την εφημερίδα του  NSDAP,  “Völkischer Beobachter”, τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις του με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα θα γίνουν πιο σύνθετες. Αλλά ποτέ δεν θα τις σπάσει. Αντίθετα είχε πάντα μια συναδελφική αλληλεγγύη. Ενίοτε με σκληρή κριτική σε αυτό ή σε εκείνο το σημείο, αλλά πάντα εντός του εθνικιστικού γαλαξία και με τους φιλικούς τόνους του συνειδητού συμμάχου του αγώνα.

Ένας από τους πιθανούς λόγους για την παρεξήγηση μεταξύ ορισμένων εθνικιστικών κύκλων και του NSDAP ήταν η κατάσταση των αγροτών στα τέλη της δεκαετίας του 1920 (υπάρχει σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα με τα γεγονότα και τις αιτίες). Ειδικά στη βόρεια περιοχή του Schleswig-Holstein, μετά τα σωφρονιστικά μέτρα των συνθηκών ειρήνης, που τιμωρούν έντονα τη γερμανική οικονομία στο σύνολό της, καθώς και μετά την οικονομική κρίση, υπήρξε η προοδευτική κατάρρευση της αγροτικής τάξης, η οποία διολισθαίνει όλο και περισσότερο στη δίνη του χρέους, την παραγωγική κρίση και την αυξανόμενη απώλεια μικροπεριουσίας. Από αυτή την κατάσταση είχε πάρει ισχύ μια μορφή διαμαρτυρίας που διαχειριζόταν το πανίσχυρο Landvolkbewegung, το αγροτικό κίνημα με έντονες εθνικιστικές και αντισημιτικές αποχρώσεις, το οποίο από το 1928, έγινε επίσης ο πρωταγωνιστής κάποιων βομβιστικών επιθέσεων κατά των κεντρικών γραφείων του Reichstag. Ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στο κράτος και την κυβέρνηση, οι οποίοι δεν μπορούσαν να εγγυηθούν στους αγρότες αυτές τις επιδοτήσεις και την προστασία από τον ξένο ανταγωνισμό, χωρίς τα οποία η αγροτική οικονομία επρόκειτο να καταστραφεί. Το αγροτικό κίνημα βρήκε άμεση υποστήριξη στους εθνικιστικούς κύκλους. Ο ίδιος ο Jünger δικαιολόγησε την τρομοκρατία, αποστασιοποιημένος από τον Hitler, ο οποίος ωστόσο συμμάχησε με τη διαμαρτυρία, καταδίκασε όμως ανοιχτά τη χρήση βίας. Αυτό δεν εμπόδισε ολόκληρο το αγροτικό κίνημα να συγχωνευθεί στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα λίγο αργότερα, αποτελώντας πράγματι μια από τις πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις του. Σκεφτείτε απλώς τον ρόλο που έπαιξε ο Walther Darré.

Καταδικάζοντας τον αστικό Τύπο, συμπαγώς εχθρικό προς τους αγρότες του Βορρά, ο Jünger έγραψε βαριές προτάσεις: «Υπάρχει ένας τρόμος στα ΜΜΕ πολύ πιο σημαντικός από τον τρόμο που δημιουργείται από οποιαδήποτε βόμβα». Και εξίσου καταδίκασε τον μετριοπάθεια του Hitler, ο οποίος όπως όλοι γνωρίζουν, μετά το Putsch του 1923 ήταν πολύ προσεκτικός ώστε να βαδίσει στα μονοπάτια της νομιμότητας, λειτουργώντας καθ’ όλη την περίοδο του Kampfzeit, δηλαδή του αγώνα για την εξουσία, ως ένα άκαμπτο στοιχείο και μιας μετριοπάθειας που έπρεπε να καταπνίξει τις ριζοσπαστικές ωθήσεις της αριστερής πτέρυγας του. Ο Jünger επέπληξε επίσης τον Hitler ότι δεν ήταν αρκετά αποφασισμένος να αποστασιοποιηθεί από τον Hugenberg – τον επικεφαλής του Γερμανικού Εθνικού Κόμματος – και από όλους τους αντιδραστικούς και αστικούς κύκλους. Το εκπληκτικό γεγονός που προκύπτει ξεκάθαρα από τα γραπτά του αυτής της περιόδου, είναι ότι ο Jünger επέκρινε το NSDAP όχι από τη «δεξιά», όπως νόμιζε και όπως θα κάνει αργότερα, αλλά από την «αριστερά». Αλλά σε κάθε περίπτωση, ήταν πάντα θέμα κριτικής που δεν αμφισβητούσε ποτέ την επίγνωση ​​ότι Εθνικιστές και οι  Εθνικοσοσιαλιστές ανήκαν στο ίδιο στρατόπεδο, με τα ίδια ιδανικά και τους ίδιους στόχους. Ωστόσο, το ζήτημα ήταν να έρθουν στην εξουσία όχι με μετριοπαθείς ή συντηρητικούς, αλλά με ριζοσπαστικούς διαμεσολαβητές.

Γράφει ο  Jünger στο “Wiederstand” τον Οκτώβριο του 1929: «Τα ψηφίσματα που ελήφθησαν μέσα στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα δεν έχουν σε καμία περίπτωση αποκλειστική σημασία για αυτό το κόμμα. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι αυτό επί του παρόντος αντιπροσωπεύει το ισχυρότερο και πιο τρομακτικό όπλο της εθνικής βούλησης, κάθε ενέργεια ή παραίτηση του θα χτυπήσει αναγκαστικά όλες τις δυνάμεις που θέλουν να συμβάλουν στην επιβεβαίωση αυτής της βούλησης στη Γερμανία. Αλλά πώς μπορεί κανείς να αναλάβει την ευθύνη να ξυπνήσει την ομοιότητα ενός κοινού μετώπου με δυνάμεις των οποίων η εγγύτητα είναι απαράδεκτη για ένα κόμμα που φέρει το όνομα των Γερμανών εργατών;». Ερωτήματα που φυσικά θα ακούγονται σαν μουσική στα αυτιά των SA ή ενός Goebbels και που δεν αντιπροσώπευαν καθόλου τις θέσεις του συντηρητικού εθνικισμού, αλλά εκείνου του ριζοσπαστικού εθνικισμού που είχε προσεγγίσει ο Jünger μέσω του Ernst Niekisch, του οποίου το πνεύμα ο συγγραφέας είχε μελετήσει μέσω του φιλόσοφου Alfred Baeumler. Όμως ο Jünger σύντομα ικανοποιήθηκε, αν  σκεφτεί κανείς τη ρήξη που ήθελε εκείνος ο Hitler του «μετώπου του Harzburg» του 1931, δηλαδή την τακτική συμμαχία του εθνικοσοσιαλισμού με τον συντηρητικό εθνικισμό, ή την εκκαθάριση όλων  των συντηρητικών κύκλων μετά την κατάληψη της εξουσίας.  Ή ακόμη και την «κάθαρση» του 1934 (που επηρέασε όχι μόνο την «αριστερά» του Roehm, αλλά και τη «δεξιά» του Schleicher), αν σκεφτούμε τότε πώς ο ίδιος ο Hitler το 1944, έβαλε βάναυσα ένα τέλος στον συντηρητισμό των junker – και την ιστορική ύπαρξη της κάστας τους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε την αίσθηση ότι ο Jünger είχε κάτι να θαυμάσει στο έργο του Χίτλερ. Η ιστορία όμως λέει ότι ακριβώς στην κορυφαία πάλη των συντηρητικών ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό, ο συγγραφέας ήταν όχι με την πλευρά της αριστεράς, αλλά της δεξιάς. Αινίγματα του αριστοκρατισμού…




Ο Jünger ήταν ανοιχτά μη κομματικός: «απαρνιόμαστε κάθε κομματική ιδιότητα…» έγραφε και αντιλαμβανόταν ρομαντικά τον εθνικισμό ως ένα σύνολο κέντρων του αγώνα, ελπίζοντας να «δούμε όλους αυτούς τους δεσμούς να αναπτύσσονται με ισχυρό, σφιχτό και ενιαίο τρόπο, ώστε να φτάσουμε στις απαραίτητες διαστάσεις για τη μεγάλη αναμέτρηση…». Η ιστορία έχει δείξει ότι στη Γερμανία, ο κομματικός εθνικισμός δεν είχε την ικανότητα να αναπτυχθεί σε σημείο να γίνει ηγεμονικός. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ήταν σαφές ότι ούτε ο Hugenberg ούτε ο Seldte ούτε ο Niekisch θα πήγαιναν μακριά. Φανταστείτε απλά διάφορα διάσπαρτα περιβάλλοντα. Ο Hitler όμως προχώρησε αλλά με πολιτικούς και όχι ρομαντικούς τρόπους και ενώνοντας ακριβώς όλα εκείνα τα κινήματα – από τα κινήματα των νέων, τους Jugendbewegung, μέχρι τον αγρότη που προαναφέραμε – που παρότι εθνικιστές, δεν ήταν αντιδραστικοί, αλλά μάλλον επαναστάτες.

Αυτό το πράγμα ο Jünger δεν το κατάλαβε ποτέ. Δεν καταλάβαινε την ταυτότητα ενός κινήματος που το βρήκε πολύ συντηρητικό το ’29 και πολύ επαναστατικό από το ’33 και μετά… ενώ η ιστοριογραφία έχει αποδείξει σε μεγάλο βαθμό – από τον Nolte μέχρι το Kershaw – ότι ήταν και τα δύο ταυτόχρονα, από το 1923 έως το 1945. Οι μομφές του Jünger προς τους «φίλους του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος» είχαν στόχο να κλονίσουν αυτό που φαινόταν στον συγγραφέα υπερβολική αυτοσυγκράτηση, αλλά αντίθετα ήταν απλώς πολιτική οξυδέρκεια. Αναφερόμενος στα αδιάλλακτα εθνικιστικά κινήματα, ο Jünger διατύπωσε μια προτροπή: «Ελπίζουμε ακόμη ότι ο εθνικοσοσιαλισμός, αντί να πολεμήσει αυτές τις δυνάμεις, θα αποδεχθεί και θα αναγνωρίσει τη βασική τους συγγένεια». Η βασική συγγένεια, ένας ορισμός ρητός που  αφιερώνουμε σε εκείνους τους διάφορους που δεν έχουν διαβάσει τον Junger,  αυτούς που  αρνήθηκαν οποιαδήποτε «γιουνγκεριανή» έκρηξη του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά ακόμη και μια δική του εθνικιστική ιδεολογία.

Και τέλος διαβάζουμε την επαναστατική ελπίδα που  έγραψε ο Jünger το 1929, σε σελίδες που σίγουρα θα προκαλέσουν τρομερή σύγχυση στους σημερινούς λογοτεχνικούς θαυμαστές του:  «Ευχόμαστε ειλικρινά τη νίκη για τον Εθνικοσοσιαλισμό. Γνωρίζουμε τις καλύτερες δυνάμεις του, από τον ενθουσιασμό των οποίων αντλεί υποστήριξη και των οποίων η προθυμία για θυσία μπορεί πέρα ​​από κάθε αμφιβολία, να καυχηθεί. Όμως γνωρίζουμε επίσης, ότι θα μπορέσει να παλέψει για να κερδίσει εάν τα όπλα του σφυρηλατηθούν στα πιο αγνά μέταλλα και αν απαρνηθεί την υποστήριξη των εύθραυστων υπολειμμάτων μιας περασμένης εποχής». Μπορούμε λοιπόν να επαναλάβουμε ότι σε αυτό, ο Jünger ήταν πολύ ικανοποιημένος. Τα «εύθραυστα υπολείμματα» όχι μόνο αγνοήθηκαν, αλλά ακριβώς καταστράφηκαν. Ο ηρωικός ρεαλισμός που υποστήριζε ο Jünger δεν ήταν παρά ένας εθνικιστικός ριζοσπαστισμός χωρίς πολιτικές χροιές. Το πρόγραμμά του ήταν απλώς η Γερμανία.  «Θέλουμε τη Γερμανία ακριβώς όπως είναι», έγραψε τον Μάρτιο του 1930. Γνώριζε μόνο έναν στόχο, «την αιώνια πραγματικότητα ενός Ράιχ που σε αυτή τη χώρα, ποτέ δεν παρέλειψε να ενθουσιάσει τη νεολαία». Και γνώριζε μόνο ένα σχέδιο, «Εδώ δεν υπάρχει τίποτα να ευχηθείς λοιπόν, υπάρχει μάλλον η αυστηρή αναγνώριση ενός καθήκοντος που βρίσκει πλέον έκφραση. Τότε όπως και σήμερα, το να είσαι Γερμανός σημαίνει να είσαι σε αγώνα». Η διαφορά μεταξύ του εθνικισμού του Jünger και του εθνικοσοσιαλισμού είναι εν ολίγοις η ίδια διαφορά που υπάρχει μεταξύ της σκέψης μιας μαχητικής ένωσης και της ιδεολογίας ενός επαναστατικού κόμματος, που προορίζεται να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τάξεων και εθνών. Όμως το πολιτιστικό περιβάλλον, οι ιδανικές προσδοκίες, οι εθνικοί στόχοι φαίνεται να είναι αδέρφια. Τέτοια αδέρφια ωστόσο που δεν δικαιολογούν τις συνεχείς προσπάθειες κλοπής του Jünger από τον κόσμο του, θέλοντας να τον αναγάγουν σε έναν αγνωστικιστικό και στάσιμο άνθρωπο των γραμμάτων και για χάρη ποιος ξέρει για ποιον!




Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

19 Νοεμβρίου 1958 - Περνά στο πάνθεο των ηρώων ο Κυριάκος Μάτσης.

 




της Ελένης Κυπριανού


Εντόπισαν την είσοδο του κρησφύγετου και κατέστρεψαν το κάλυμμα. Ο Κυριάκος Μάτσης και οι σύντροφοί του, έθεσαν τα όπλα τους σε ετοιμότητα, ενώ έκαιγαν όλα τα έγγραφα της ΕΟΚΑ για να μη καταλήξουν στα χέρια του εχθρού απόρρητα στοιχεία της Οργάνωσης. Τότε ο Μάτσης, διέταξε στους δύο Συναγωνιστές να παραδοθούν.

Εκείνοι αρνήθηκαν, όμως η διαταγή επαναλήφθηκε. Τον φίλησαν δακρυσμένοι και εξήλθαν από το υπόγειο. Ένας αξιωματικός, απευθυνόμενος στον Μάτση, τον διέταξε να παραδοθεί. «ΌΧΙ», ακούστηκε στεντόρεια η φωνή του.

Ακολούθησαν απειλές από τους Βρετανούς, ότι θα έχυναν πετρέλαιο και θα τον έκαιγαν ζωντανό. Οι τελευταίες του κουβέντες πριν γραφτεί το ηρωϊκό τέλος του Αγωνιστή, καταγράφηκαν από τους παρόντες σαν να έβγαιναν από τα βάθη της ιστορίας: «Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας. Ζωντανό από μέσα δε θα με βγάλετε. Αν τολμάτε, ελάτε!!.» 

Ο Αρχηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής, εξέδωσε διαταγή με την οποία εξήρε τον νεκρό : «Ο ηρωικός θάνατος του Κυριάκου Μάτση χαράσσει τον αιματοβαμμένο δρόμο, που κάθε αγωνιστή μας θα ακολουθήση, για να αντιμετωπίσει τον τύραννον, με το δάκτυλο στην σκανδάλη και με τη σταθεράν απόφασιν να τον συντρίψεη ή να πέση ο ίδιος. Δείχνει σε κάθε Κύπριον Έλληνα τον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος…. Τέτοια λεβεντογεννιά, με ηρωικούς νεκρούς και τιτάνες αγωνιστές, ποτέ δε πεθαίνει, αλλά πάντα νικά. ΖΗΤΩΣΑΝ ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΜΑΣ!».

Λίγες μέρες πριν τη θυσία του, ο Κυριάκος Μάτσης θα γράψει προαισθανόμενος μάλλον το τέλος, τους παρακάτω στίχους:


«Λουλούδια πα στο μνήμα μου, να σπείρεις θέλεις τώρα

Που των ιδεών το άνθισμα θάφτηκε μες το χώμα….»


Από το «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής» φτάσαμε στο σήμερα που δυστυχώς δεν υπάρχει αγώνας και όλοι τους θα πρόδιδαν την Πατρίδα μας όχι για τα λεφτά αλλά λόγω μηδαμινής εθνικής συνείδησης. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ και οι ήρωες που θυσιάστηκαν έπρεπε να είναι για όλο τον Ελληνισμό φάρος για τον αγώνα μας, για την Λευτεριά αλλά και για την Ένωση. Εξάλλου ο σκοπό της οργάνωσης δεν ήταν άλλος πέραν της ΕΝΩΣΙΣ, το υπενθυμίζω επειδή συχνά ακούμε διάφορα για τον σκοπό του αγώνα του 55-59. Ο Μάτσης πέθανε για την ΕΝΩΣΗ και μόνο για την ΕΝΩΣΗ. Ξέρουμε πόσο σας πονάει αλλά είναι η πικρή αλήθεια. Ντροπή το λιγότερο μερικοί να τον επικαλείστε για να περάσετε τα πιστεύω σας και την προπαγάνδα σας τόσο για τον ίδιο τον ήρωα όσο και για την ΕΟΚΑ.

Και να θυμάστε τα λόγια του Μάτση:

«Για να μην χάνουμε τον καιρό μας, ομολογώ ότι ανήκω στην Ε.Ο.Κ.Α. Πολεμώ ευσυνείδητα για τη δικαιοσύνη, για την ελευθερία της πατρίδας μου, και διερωτώμαι ποιος από εσάς δεν θα έκανε το ίδιο αν βρισκόταν στην ίδια θέση με εμένα. Θα αισθανόμουν ντροπή αν δεν έπαιρνα μέρος σε αυτό τον αγώνα».


ΑΘΑΝΑΤΟΣ!


«Ο Ακελικός χαμαιλέων πρέπει να καταλάβει πως ο Παρθενώνας μας συγκινεί περισσότερο από το σφυροδρέπανο. Αυτοί που με τις σλαυικές και ουτοπικές ιδέες δηλητηρίασαν αρκετούς γνήσιους Έλληνες Κυπρίους εργάτες, μπροστά στην πραγματική φιλεργατική δράση καταρρέουν οι κούφιες διδασκαλίες τους».



Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

O Ernst Jünger και οι αντιαστικές – αγροτικές εξεγέρσεις

 






Ο  Ernst Jünger to 1929, έγραψε μια επιστολή στον Bruno von Salomon, εμψυχωτή του αγωνιστικού κινήματος, στην οποία ο συγγραφέας αναγνώρισε τον εαυτό του σε ένα εθνικό-επαναστατικό επίπεδο. Να σημειώσω εδώ για όποιον δεν γνωρίζει το πνεύμα του μεγάλου αυτού συγγραφέα και στοχαστή, ότι ο  Ernst Jünger κατά την διάρκεια της ζωής του άλλαξε «στρατόπεδο» αρκετές φορές. Θα μπορούσαμε να τον χωρίσουμε σε 3 περιόδους, αυτή της εποχής του “Εργάτη”, του “Πολεμιστή” και του “Άναρχου” σύμφωνα με έναν από τους μελετητές του, τον Evola. Κάθε μια από αυτές τις περιόδους αντιπροσωπεύει και κάποιες ιδεολογικές τάσεις. Ο ίδιος ο Junger σε μια συνέντευξή του σε μεγάλη ηλικία είχε πεί ότι τον «διασκέδαζε» το γεγονός ότι κανείς δεν μπορούσε τελικά να καταλάβει την σχέση του με τον Εθνικοσοσιαλισμό. Αυτό το αποδεικνύουν τα γραπτά του που πρέπει να μελετηθούν σε βάθος.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1929, ο Ernst Jünger γράφει στον Bruno von Salomon, ένα από τα πρόσωπα αναφοράς του Landvolkbewegung, του κινήματος που ήταν ο πρωταγωνιστής των εξεγέρσεων των αγροτών στα τέλη της δεκαετίας του 1920, που ξεκίνησαν στο Schleswig-Holstein και στη συνέχεια εξαπλώθηκαν σε ένα μεγάλο τμήμα της βόρειας Γερμανίας. Την ίδια μέρα ο Bruno von Salomon συνελήφθη μαζί με τους Claus, Rönne και Heide Heim, Johson, Bodo Uhse και άλλους, περίπου είκοσι συλλήψεις. Την επόμενη μέρα την ίδια τύχη θα έχουν και τα άλλα τρία αδέρφια von Salomon, ο Ernst, ο Hörst και ο Günther, ο γραμματέας του λοχαγού Ehrhardt και αργότερα η σύζυγος του Hartmut Plaas Sonja Laankens, μαζί με τους  Hans-Gert Techow,  Werner Lass και  Hans Sadowski. Όλοι κατηγορούνται ως υπεύθυνοι για τις βίαιες διαδηλώσεις που εδώ και αρκετούς μήνες  είναι σε συνεχή άνοδο και έξαρση.  Περίπου είκοσι βόμβες εξερράγησαν, προκαλώντας ζημιές σε δημαρχεία, δικαστικά μέγαρα, σπίτια επιφανών δημοσίων προσώπων. Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Ernst von Salomon και ο Walter Muhtmann προκάλεσαν και έναν ψεύτικο  συναγερμό τοποθετώντας μια ψεύτικη βόμβα δίπλα στο Reichstag στο Βερολίνο, μια περίοδο μεγάλων εντάσεων που πολλά χρόνια αργότερα ο von Salomon θα θυμόταν ως πραγματικά αστείο. Λίγες μέρες νωρίτερα, μια άλλη  βόμβα εξερράγη προκαλώντας ζημιές στο δημαρχείο του Lüneburg στην Κάτω Σαξονία.

Ο Bruno  von Salomon ήταν σίγουρα ένας από τους διοργανωτές της τρομοκρατικής δραστηριότητας, ενώ τα εκρηκτικά προμηθεύτηκε φυσικά ο αδερφός του Horst που τα είχε φέρει από τη Ρηνανία. Ο Jünger χωρίς προοίμια ή προσχήματα δηλώνει ανοιχτά ότι αυτό το «συγκεκριμένο κίνημα» με έναν ξεκάθαρα εθνικό επαναστατικό χαρακτήρα ήταν το πρώτο στο οποίο ένιωσε πραγματικά ότι ανήκε. Συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι ήταν «πολύ σημαντικό να υπάρχουν εστίες για να κρατηθεί η φωτιά της αναρχίας». Ένα θετικό αποτέλεσμα του κινήματος της εξέγερσης – κατά τη γνώμη του Jünger – ήταν ότι ανάγκασε τους εθνικοσοσιαλιστές να δείξουν και να αποκαλύψουν την αληθινή αστική ψυχή τους και αν μια μέρα είχαν φτάσει στη νίκη, μαζί  και με τους άλλους ακροδεξιούς συμμαχικούς σχηματισμούς τους, σίγουρα η κορυφή της σύγκρουσης θα είχε περάσει μπροστά στην απαράδεκτη πολιτική τους που δεν θα μπορούσε παρά να ήταν φιλοδυτική στην εξωτερική πολιτική και εθνικο-συντηρητική στην εσωτερική πολιτική. ‘Ήταν η περίοδος που ο Junger είχε νευριάσει πολύ με τις ιδεολογικές κινήσεις τους.




Οι Εθνικοσοσιαλιστές σε μια στάση απόλυτης νομιμότητας και σεβασμού προς τους νόμους του κράτους είχαν πράγματι λάβει την απόλυτη απαγόρευση να έχουν σχέσεις με τους εκφραστές των αγροτικών εξεγέρσεων και έβαλαν και αμοιβή για τα κεφάλια των βομβιστών. Στη συνέχεια η πολιτική τους ανταμείφθηκε με μεγάλες επιτυχίες στις επόμενες εκλογές με άνω του 80% στις περιφέρειες στο επίκεντρο της εξέγερσης. Έτσι το αντιαστικό όραμα του Ernst Jünger φάνηκε πολύ ξεκάθαρο, του οποίου το περίφημο “Ο Εργάτης” θα είναι σύντομα μια άμεση πνευματική έκφραση. Παρόμοιες θέσεις ευνοϊκές για τους διαδηλωτές είχε επίσης την ίδια στιγμή ο αδελφός του, ο Friedrich Georg, ο οποίος είδε την ελπίδα σε εκείνες τις εξεγέρσεις  «να φέρει ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα στον παραλογισμό» για να «συντρίψει την ευρωπαϊκή παράταξη για την ειρηνική εξάντληση της Γερμανίας».

Ωστόσο, δεν υπήρξε άμεση συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες από τον Jünger, ο οποίος στην πραγματικότητα εκείνη τη χρονιά δημοσίευσε το βιβλίο του «Das abenteuerliche Herz» (Περιπετειώδη Καρδιά), το οποίο προκάλεσε ρήγματα με τον εθνικο-επαναστατικό κόσμο που υποδέχτηκε αυτό το κείμενο με σκεπτικισμό, θεωρούμενο ως μια επιλογή  αισθητική και υπερβολικά διανοητική. Στην πραγματικότητα ήδη εμφανιζόταν η γραμμή που θα χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του Γερμανού συγγραφέα, συνοψιζόμενη τέλεια στη φιγούρα του «Άναρχου», που «στην απόλυτη μοναξιά με το τσεκούρι του αναζητά και χαράζει νέα μονοπάτια στο παρθένο δάσος». Τότε θα είναι οι άλλοι στους οποίους εξακολουθεί να απευθύνεται η έρευνά του, που θα πρέπει να βρουν αυτά τα μονοπάτια, να τα κατανοήσουν και ενδεχομένως να τα ακολουθήσουν.

Ο Bruno von Salomon αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή μετά από λίγους μήνες λόγω ανεπαρκών στοιχείων και εντάχθηκε στο KPD βλέποντας το Κομμουνιστικό Κόμμα ως τον μόνο τρόπο να πολεμήσει ενάντια στον κύριο εχθρό, τον καπιταλισμό. Αυτή η επιλογή τον οδήγησε στη ρήξη με τον  αδερφό του τον Ernst με τον οποίο δεν θα έχει σχέσεις για είκοσι χρόνια. Παντρεύτηκε την Doris von Schönthan, μια όμορφη γυναίκα και εμψυχώτρια της γερμανικής κοινωνικής ζωής της δεκαετίας του 1920. Συμμετείχε στον Ισπανικό πόλεμο στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και στην αντίσταση με τους Γάλλους παρτιζάνους. Το 1947 ο Ernst άκουσε ξανά από τον Alfred Kantorozicz νέα για τον αδελφό του που ζούσε με μεγάλες δυσκολίες στη Γαλλία και το 1949 ζήτησε από τον Bodo Uhse να βοηθήσει τον Bruno. Τον ξαναείδε μόνο το 1951 όταν πήγε στο Παρίσι για να παρουσιάσει τη γαλλική έκδοση του βιβλίου του «Το Ερωτηματολογίο». Βρίσκοντας τον σε τρομερές οικονομικές δυσκολίες και με τους πνεύμονές του ανεπανόρθωτα υπονομευμένους από τη φυματίωση, τον πήρε και τον έφερε πίσω στη Γερμανία. Ο Bruno von Salomon θα πεθάνει το 1954 σε γηροκομείο. Η κηδεία του ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούν ξανά  πολλοί από τους επιζώντες των προπολεμικών εθνικοεπαναστατικών κύκλων και  αρκετοί αγρότες του Landvolkbewegung. Ο Ernst εγκλωβισμένος από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις στο Μόναχο δεν ήταν παρών, αντίθετα ήταν εκεί η σύζυγός του Lena. Ο επικήδειος λόγος έγινε από τους Heinz Liepmann και Klaus Heim.




Η επιστολή του Ερνστ Γιούνγκερ στον Bruno von Salomon

«Αγαπητέ κύριε von Salomon!

Θα ήμουν πολύ ευγνώμων αν κατά καιρούς μου στέλνατε κάποιο υλικό για το Landvolk. Αυτή είναι η πρώτη συγκεκριμένη κίνηση στην οποία συμμετέχω πραγματικά. Θα ήθελα επίσης να έρθω για μια φορά στο Holstein, όταν υπήρχε κάτι να δω εκεί, για να πάρω μια ιδέα για τους ανθρώπους.

Χαιρετίζω και ως θετικό ότι αυτό το έργο αναγκάζει τους εθνικοσοσιαλιστές, ή τουλάχιστον τους ηγέτες τους, να αποκαλύψουν την κρυμμένη αστική τους ουσία. Ελπίζουμε ότι το κίνημα μπορεί να κρατηθεί σε συνεχή και αργή κινητοποίηση. Είναι προφανώς πολύ μικρό για να του ζητηθεί να επιφέρει πολιτική αλλαγή σε μεγάλη κλίμακα και τώρα σίγουρα δεν μπορεί να αξιοποιηθεί με αυτή την έννοια, αλλά παρέχει ένα ξεκάθαρο φως που επιτρέπει ακόμη και τα απλά μυαλά να μπορούν να δουν πολύ καθαρά τις παρεξηγήσεις στο που ζούμε. Οι πράξεις έχουν την ομορφιά του να σε αναγκάζουν να πάρεις θέση. Εδώ δεν μπορούμε να συνεχίσουμε μόνο με τον ακτιβισμό. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν οι εστίες στις οποίες διατηρείται η φωτιά της αναρχίας. Στην παρούσα κατάσταση, μια λανθάνουσα και ανώνυμη αναρχία είναι πιο πολύτιμη από τις ανοιχτές εκρήξεις. Είναι πολύ θετικό ότι στο σημείο που βρίσκεστε φαίνονται ήδη ξεκάθαρα οι αντιθέσεις που χωρίζουν τον εθνικισμό όπως τον καταλαβαίνουμε από την ακροδεξιά. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια μέρα αυτό θα αναδειχθεί στο προσκήνιο και μόνο τότε σε περίπτωση νίκης του Hitler, του Seldte και του Hugenberg, που θα σήμαινε μόνο τη συνέχιση της φιλοδυτικής εξωτερικής πολιτικής και της εσωτερικής εθνικο-αστικής πολιτικής, το μέτωπο μάχης μας θα πάρει το πραγματικό του νόημα. Όμως η προπαρασκευαστική εργασία και η διαφοροποίηση μπορούν ήδη να γίνουν τώρα, αφενός με διευκρινίσεις, αφετέρου με δράση.

Επιπλέον, η στάση του κομμουνιστικού Τύπου προκαλεί έκπληξη, αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται να είναι ένα είδος εθελοντών πρακτόρων ασφαλείας της κρατικής αρχής. Αλλά τουλάχιστον εκεί διάβασα πιο πολύτιμα πράγματα από τους εθνικοσοσιαλιστές».

Με εκτίμηση, Ernst Junger




Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Ο Ernst Jünger και η εθνική επανάσταση

 




Η 16η Αυγούστου 1922 είναι μια σημαντική ημερομηνία στην ιστορία του γερμανικού εθνικισμού. Εκείνη την ημέρα έγινε η πρώτη έξοδος σε ισχύ των SA, της  παραστρατιωτικής οργάνωσης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ακόμη στα σπάργανα. Συγκέντρωσε οκτακόσιους άνδρες στην Königsplatz του Μονάχου, όπου υπήρχαν ήδη τριάντα χιλιάδες μέλη των “Bund Oberland” του Franz von Epp, των “Bund Bayern und Reich” και των “Reichsflagge” του Ernst Rohm. Ήταν οι κύριες ομάδες του εθνικού ριζοσπαστισμού που υπήρχαν στη Βαυαρία, αποτελούμενοι σχεδόν εξ ολοκλήρου από πρώην μαχητές και πρώην μέλη των Freikorps. Επρόκειτο για διαμαρτυρία ενάντια στον «νόμο για την προστασία της Δημοκρατίας», που απειλούσε να προχωρήσει αυστηρά κατά του εξτρεμισμού. Όταν με αφορμή το Putsch της 8ης Νοεμβρίου 1923, η «επαναστατική Δεξιά» ανέλαβε και πάλι δράση, ήταν οι Εθνικοσοσιαλιστές και οι Εθνικιστές που στέκονταν δίπλα-δίπλα. Και στους δύο, η παρουσία πρώην μαχητών ήταν πολύ μεγάλη. Στις έντονες ώρες του Putsch, περίπου χίλιοι δόκιμοι της σχολής πεζικού του Μονάχου εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους και τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Gerhard Rossbach, ενός από τους πιο διάσημους ηγέτες των Freikorps, με τον οποίο παρέλασαν «με πανό με σβάστικα και με τη συνοδεία μιας μπάντας για να ενωθούν με τον Hitler και τον Ludendorff». 

Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι όταν τον Ιούλιο του 1921, ο Χίτλερ ζήτησε και απέκτησε απόλυτες εξουσίες εντός του NSDAP, είχε στο πλευρό του τον Hermann Ehrhardt, ηγέτη του “Wiking-Bund”, έναν άλλο διάσημο ηγέτη από τα Freikorps. Ο πρώτος πυρήνας των SA τέθηκε υπό τη διοίκηση του Hans Ulrich Klintzsch, βετεράνο της τρομερής Ταξιαρχίας Ehrhardt. Τέλος να θυμηθούμε ότι ο Franz Seldte, διοικητής της “Stahlhelm”, της ισχυρής οργάνωσης πρώην μαχητών, ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα υποστηρικτής της πολιτικής του Hitler, αρχιτέκτονας το 1932 της συγχώνευσης μεταξύ εθνικιστών και εθνικοσοσιαλιστών, που κατέληξε Υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση «εθνικής συγκέντρωσης» της 30ης Ιανουαρίου 1933 και παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1945.  

Όλα αυτά τα ιστορικά τα ανέφερα ώστε να δοθεί το νόημα, ότι οι πολιτικές θέσεις της μαχητικότητας και του εθνικοσοσιαλισμού ήταν στην πραγματικότητα δυσδιάκριτες. Επιπλέον, η ανάταση του “Frontsoldat” ήταν πάντα κεντρικό σημείο της προπαγάνδας του Hitler, που θα έπρεπε  να είχε μεταφέρει τον αγώνα του στο έδαφος της εσωτερικής πολιτικής, δίνοντας ζωή σε εκείνη τη νέα φιγούρα που ήταν ο πολιτικός στρατιώτης.  Αυτές οι  προφανείς διευκρινίσεις είναι απαραίτητες σε μια περίοδο που τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία επιχειρείται από πολλούς να λειτουργήσει μια διάσπαση μεταξύ εθνικισμού και εθνικοσοσιαλισμού. Θεωρείται με αυτόν τον τρόπο, ότι θα μπορούν να ενωθούν κάποια κομμάτια της ιστορίας της Γερμανίας σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη και κρίσιμη περίοδο για την Ευρώπη. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στις περιπτώσεις της λεγόμενης «αντιναζιστικής αντίστασης» που συνδέεται με την 20η Ιουλίου 1944 (ένα αντιδραστικό-μιλιταριστικό πραξικόπημα που έγινε ο ιδρυτικός μύθος της δημοκρατικής Bundesrepublik…) και στην παλινόρθωση στην οποία  η φιγούρα του Ernst Jünger υποβάλλεται τακτικά. 




Ολόκληρη η ιδεολογία και η κοσμοθεωρία του νεαρού τότε Junger, ενός έγκυρου μέλους του εθνικοεπαναστατικού κύκλου, μπολιάστηκε στον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό. Οι πηγές από τις οποίες λάμβανε γνώση ήταν από χαρακτήρες όπως ο νεοπαγανιστής Friedrich Hielscher (μελλοντικός συνεργάτης των SS-Ahnenerbe) και ο Oswald Spengler. Οι αξίες γύρω από τις οποίες περιστρεφόταν η πολιτική φαντασία του Junger δεν ήταν καθόλου ελαφρές. Επικαλέστηκε τη λύτρωση της γερμανικής πατρίδας, την εμφάνιση ενός απόλυτου ηγέτη και την επιβεβαίωση μιας ριζοσπαστικής, «κινητοποιητικής» δικτατορίας, πιστής στην παλαιο-γερμανική ιεραρχική παραδοσιακότητα και εγγυητή ενός μυστικιστή πολεμιστή. Κεντρική φιγούρα, όπως και για τον Hitler, ήταν το “Frontsoldat”, ηρωοποιημένη σε έναν εμβληματικό τύπο ψυχρού και τολμηρού μαχητή όπου τελικά, το 1932, μεταμορφώθηκε στον “Arbeiter”, τον Εργάτη του. Ο Junger πρότεινε τη μετάβαση σε αναμφίβολα αποφασιστικές μορφές πάλης ενάντια στη δημοκρατία, εκμεταλλευόμενος τον ίδιο σύγχρονο μηδενισμό, χωρίς να υποχωρήσει ακόμη και μπροστά σε «βάναυσα» μέτρα. Επιπλέον κήρυττε τον αποκλεισμό του Ιουδαϊσμού από το εθνικό πλαίσιο, ως την πεμπτουσία του σύγχρονου αστισμού και λειτούργησε μια πραγματική μυθοποίηση του κοινοτικού αίματος.  Όπως μπορεί να διαβαστεί, για παράδειγμα, στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο μαχητικό περιοδικό “Standarte” της 29ης Απριλίου 1926: «το υπόγειο κουβάρι των ριζών… αυτή η πλοκή που είναι πραγματικά δεσμευτική και σε σχέση με την οποία το άτομο δεν σημαίνει τίποτα, γιατί από αυτό δημιουργείται, είναι το αίμα που μας δίνει τον οιωνό, χάρη στο οποίο νιώθουμε το χαρούμενο συναίσθημα μιας βαθιάς ιδιοκτησίας… Ένας λαός χωρίς δεσμούς αίματος είναι μια απλή μάζα…». Ο Jünger, εν ολίγοις δεν είπε κάτι διαφορετικό από αυτό που έγραφε ένας Günther ή ένας Darré εκείνα τα χρόνια. Κι όμως για άλλη μια φορά αναγκαζόμαστε μετά από χρόνια να εξηγούμε το πνεύμα του μεγάλου αυτού συγγραφέα και ιδιαίτερα ότι αφορά τον φυλετισμό και την ιδεολογία του.

Στο βιβλίο “Συντηρητική επανάσταση και διφορούμενη γοητεία της τεχνολογίας. Ernst Jünger στη Βαϊμάρη Γερμανία: 1920-1932″ του Andrea Benedetti, βλέπουμε ότι για παράδειγμα, ο ρατσισμός του Jünger, ο οποίος είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς, εκτονώνεται με τον χαρακτηρισμό του «πολιτιστικού ρατσισμού». Στη συνέχεια διαβάζουμε ότι ο Jünger «απορρίπτει κατηγορηματικά τον απεχθή “Rassenkunde”, με τη χυδαία βιολογική έννοια του δέκατου ένατου αιώνα…». Κάτι που υποδηλώνει ότι το δέχτηκε με άλλες μορφές, δεδομένου ότι δύο γραμμές παραπάνω, ο Benedetti γράφει για «τις διφορούμενες «Γιουνκεριανές»  διατυπώσεις ρατσιστικού και αντισημιτικού χαρακτήρα». Μαζί με τους αναγνώστες, λοιπόν, θέλω να αναρωτηθούμε, τι σημαίνει «πολιτιστικός ρατσιστής»; Ότι η πολιτική του αντίληψη ήταν παραδόξως μια αντίληψη απολιτική και αφηρημένη; Ότι για παράδειγμα, το απαρτχάιντ που πρότεινε ο Jünger για τους Εβραίους τον Σεπτέμβριο του 1930 (και πρέπει να σημειωθεί αυτό, ακριβώς τη στιγμή που το NSDAP κέρδισε τις εκλογές και ξεκίνησε την άνοδό του στην εξουσία) ήταν ένα «πνευματικό» αστείο, τίποτα σοβαρό, που εν ολίγοις, ο Jünger κορόιδεψε τους αναγνώστες του; Ή μήπως οι εκφραστές του Jünger απατούν τον κόσμο; Ή μήπως και τα δύο;

 Γνωρίζουμε ότι ο αντιναζισμός του Jünger στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ, ούτε πριν ούτε μετά το 1933. Αυτό μπορεί να είναι αρκετό. Ξέρουμε όμως επίσης ότι ο Jünger, όταν ο Χίτλερ ήταν ήδη γνωστός για αυτό που ήταν και χρειαζόταν υποστήριξη, δεν του το αρνήθηκε. Στον μαχητικό τύπο των χρόνων της Βαϊμάρης υπερασπίστηκε ανοιχτά τους λόγους του εθνικοσοσιαλισμού, το 1923 έστειλε στον Χίτλερ ένα υπογεγραμμένο αντίγραφο του βιβλίου του “Καταιγίδες από ατσάλι”, έβαλε την υπογραφή του στο “Völkischer Beobachter,” το οποίο διηύθυνε  ο Rosenberg, ένας  «πνευματικός ρατσιστής» όπως αυτός, καθώς και η απογοήτευση του συγγραφέα για την αποτυχία του Putsch. Ο Hitler eκαι ο Jünger ήταν δύο τέλειοι «σύντροφοι», δύο “Frontsoldaten” που πολεμούσαν για τους ίδιους στόχους με διαφορετικό τρόπο. Αυτά είναι τα γεγονότα. Ο συγγραφέας αργότερα είχε απλά διαφωνίες με κάποιους τρόπου διακυβέρνησης του εθνικοσιαλισμου. Οι λεπτομέρειες είναι στη συνέχεια ένα θέμα για συζητήσεις, στρογγυλά τραπέζια ή επιστημονικούς μεταθανατικούς τόμους, που δεν έχουν καμία σχέση με την ενεργό πολιτική. 




Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν δηλώνοντας ότι τότε η ιδεολογία του Χίτλερ ήταν τόσο καλή για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι δεν άλλαξε ποτέ ούτε μια τελεία. Τίθενται τότε, η αλήθεια είναι, κάποια ερωτήματά. Γιατί ο Jünger θεωρούσε τον Χίτλερ ηγέτη και σύμμαχο στον αγώνα το 1923 και μετά άρχισε να απομακρύνεται από αυτόν; Είχε μπλοφάρει πριν ή μπλόφαρε αργότερα; Ή μήπως το αριστοκρατικό του πνεύμα βρήκε αντιαισθητική την πολιτική βία και τον ριζοσπαστισμό που ο ίδιος υποστήριζε; Δεν έγραφε όμως ο ίδιος για την ανάγκη να είσαι κατά κάποιον τρόπο…«μπρουτάλ»; Και δεν ήταν υπέρ της τρομοκρατίας του “Landvolkbewegung” το 1928, την οποία απέρριψε ο Χίτλερ; Θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς ότι αυτός ο παγγερμανιστής, αυταρχικός, αντισημίτης, ρατσιστής και φιλοπόλεμος συγγραφέας υποκρινόταν; Τότε όμως πώς μπορούμε να κρίνουμε έναν ιδεολόγο της εθνικής πρωτοπορίας που πρώτα συγκινεί τις ψυχές των συντρόφων του, τους φανατίζει με τα γραπτά του, τους σπρώχνει στον πιο ψυχρό και απρόσωπο αγώνα και μετά αντιμέτωπος με τα γεγονότα, αποσύρει το χέρι του και αρχίζει να ξεχωρίζει, να κρίνει με λεπτότητα και να αμφισβητεί; Ήθελε την πάλη ή την λογοτεχνία; Το να γράφεις σε φύλλα όπως το “Völkischer Beobachter” ή το “Standarte “δεν θα έπρεπε να ήταν αστείο… Ο Jünger το ήξερε σίγουρα… ή ήταν αφελής; Ένας ήπιος ονειροπόλος; Αλλά ο ίδιος δεν είχε κηρύξει τη μεταλλική σκληρότητα του «ηρωικού ρεαλισμού»; Ήταν απλώς κενές λέξεις; 

Στο βιβλίο του Benedetti, σε αρκετά σημεία υπογραμμίζεται η καθαρά «αισθητική», «ασαφής», «θεωρητική» φύση της πολιτικής ιδεολογίας του Jünger. Η ιδεολογία του, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ήταν στην πραγματικότητα μια εξ ολοκλήρου πολιτική ιδεολογία και εδραιώθηκε σε θέσεις σταθερής αδιαλλαξίας. Έγραψε για την εξτρεμιστική πολιτική σε εξτρεμιστικές πολιτικές εφημερίδες. Πώς μπορεί κανείς να ορίσει την ιδεολογία ενός εκπροσώπου του εθνικιστικού ριζοσπαστισμού όπως ο Jünger ως «απολιτική»; Ήταν ή δεν ήταν μέρος της “Συντηρητικής Επανάστασης”; Από όσο γνωρίζουμε, ο σημαντικότερος ιστορικός αυτού του κινήματος, ο Armin Mohler, έχει γράψει ακριβώς με καθαρά γράμματα: «Ορίζουμε λοιπόν ένα συγκεκριμένο ρεύμα πολιτικής σκέψης ως Συντηρητική Επανάσταση». Και μια πολιτική σκέψη που δεν είναι κωμωδία υποτίθεται ότι ξέρει ότι τα λόγια ακολουθούνται από πράξεις. Αλλά ο μυστικιστής Jünger δεν έγραφε μυθιστορήματα εκείνη την εποχή. Μίλησε με έμφαση και στόμφο για  το μεγαλείο του Ράιχ, της «κυριαρχίας», της «θέλησης για μάχη», της «επίθεσης στον αστικό κόσμο», της «εντολής που δείχνει τη θυσία…». 




Τον Οκτώβριο του 1929, στο περιοδικό του August Winnig, το “Widerstand”, έγραψε ότι το NSDAP «επί του παρόντος αντιπροσωπεύει το ισχυρότερο και πιο τρομερό όπλο της εθνικής βούλησης … ευχόμαστε ειλικρινά στον Εθνικοσοσιαλισμό τη νίκη …». Και πάλι τον Μάιο του 1933, στο ρατσιστικό περιοδικό του Αμβούργου “Deutsches Volkstum”, εξύψωσε «τη νέα τάξη πραγμάτων», «την αυταρχική μεταρρύθμιση του κράτους» και τη σχεδιαζόμενη πολιτική της ναζιστικής κυβέρνησης, η οποία υποτίθεται ότι ήταν «ανώτερη από την ατομική ή και κοινωνική πρωτοβουλία», κάτι που δεν απείχε καθόλου με την πολιτική γραμμή της εποχής. Όταν στην τελετή του Potsdam της 21ης Μαρτίου 1933, παρουσία του Hindenburg, ο Χίτλερ έβαλε μπροστά σε όλους -από τους Εθνομπολσεβίκους μέχρι τους Πρώσους Junker – την πραγματικότητα της «εθνικής επανάστασης», ο Ο Jünger θα έπρεπε να σκεφτεί, όπως πρακτικά νόμιζε ολόκληρη η γραμμή των εθνικιστών, ότι αυτό ήταν το λογικό αποτέλεσμα του επί δεκαετίες πανγερμανιστικού κηρύγματος, στο οποίο ο ίδιος ήταν ο πρώτος που συμμετείχε χωρίς να χαρίζει ούτε μια λέξη. Από εκεί και πέρα αρκεί κάποιος να διαβάσει και να μελετήσει τα γραπτά του και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα…