Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

O Ernst Jünger και οι αντιαστικές – αγροτικές εξεγέρσεις

 






Ο  Ernst Jünger to 1929, έγραψε μια επιστολή στον Bruno von Salomon, εμψυχωτή του αγωνιστικού κινήματος, στην οποία ο συγγραφέας αναγνώρισε τον εαυτό του σε ένα εθνικό-επαναστατικό επίπεδο. Να σημειώσω εδώ για όποιον δεν γνωρίζει το πνεύμα του μεγάλου αυτού συγγραφέα και στοχαστή, ότι ο  Ernst Jünger κατά την διάρκεια της ζωής του άλλαξε «στρατόπεδο» αρκετές φορές. Θα μπορούσαμε να τον χωρίσουμε σε 3 περιόδους, αυτή της εποχής του “Εργάτη”, του “Πολεμιστή” και του “Άναρχου” σύμφωνα με έναν από τους μελετητές του, τον Evola. Κάθε μια από αυτές τις περιόδους αντιπροσωπεύει και κάποιες ιδεολογικές τάσεις. Ο ίδιος ο Junger σε μια συνέντευξή του σε μεγάλη ηλικία είχε πεί ότι τον «διασκέδαζε» το γεγονός ότι κανείς δεν μπορούσε τελικά να καταλάβει την σχέση του με τον Εθνικοσοσιαλισμό. Αυτό το αποδεικνύουν τα γραπτά του που πρέπει να μελετηθούν σε βάθος.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1929, ο Ernst Jünger γράφει στον Bruno von Salomon, ένα από τα πρόσωπα αναφοράς του Landvolkbewegung, του κινήματος που ήταν ο πρωταγωνιστής των εξεγέρσεων των αγροτών στα τέλη της δεκαετίας του 1920, που ξεκίνησαν στο Schleswig-Holstein και στη συνέχεια εξαπλώθηκαν σε ένα μεγάλο τμήμα της βόρειας Γερμανίας. Την ίδια μέρα ο Bruno von Salomon συνελήφθη μαζί με τους Claus, Rönne και Heide Heim, Johson, Bodo Uhse και άλλους, περίπου είκοσι συλλήψεις. Την επόμενη μέρα την ίδια τύχη θα έχουν και τα άλλα τρία αδέρφια von Salomon, ο Ernst, ο Hörst και ο Günther, ο γραμματέας του λοχαγού Ehrhardt και αργότερα η σύζυγος του Hartmut Plaas Sonja Laankens, μαζί με τους  Hans-Gert Techow,  Werner Lass και  Hans Sadowski. Όλοι κατηγορούνται ως υπεύθυνοι για τις βίαιες διαδηλώσεις που εδώ και αρκετούς μήνες  είναι σε συνεχή άνοδο και έξαρση.  Περίπου είκοσι βόμβες εξερράγησαν, προκαλώντας ζημιές σε δημαρχεία, δικαστικά μέγαρα, σπίτια επιφανών δημοσίων προσώπων. Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Ernst von Salomon και ο Walter Muhtmann προκάλεσαν και έναν ψεύτικο  συναγερμό τοποθετώντας μια ψεύτικη βόμβα δίπλα στο Reichstag στο Βερολίνο, μια περίοδο μεγάλων εντάσεων που πολλά χρόνια αργότερα ο von Salomon θα θυμόταν ως πραγματικά αστείο. Λίγες μέρες νωρίτερα, μια άλλη  βόμβα εξερράγη προκαλώντας ζημιές στο δημαρχείο του Lüneburg στην Κάτω Σαξονία.

Ο Bruno  von Salomon ήταν σίγουρα ένας από τους διοργανωτές της τρομοκρατικής δραστηριότητας, ενώ τα εκρηκτικά προμηθεύτηκε φυσικά ο αδερφός του Horst που τα είχε φέρει από τη Ρηνανία. Ο Jünger χωρίς προοίμια ή προσχήματα δηλώνει ανοιχτά ότι αυτό το «συγκεκριμένο κίνημα» με έναν ξεκάθαρα εθνικό επαναστατικό χαρακτήρα ήταν το πρώτο στο οποίο ένιωσε πραγματικά ότι ανήκε. Συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι ήταν «πολύ σημαντικό να υπάρχουν εστίες για να κρατηθεί η φωτιά της αναρχίας». Ένα θετικό αποτέλεσμα του κινήματος της εξέγερσης – κατά τη γνώμη του Jünger – ήταν ότι ανάγκασε τους εθνικοσοσιαλιστές να δείξουν και να αποκαλύψουν την αληθινή αστική ψυχή τους και αν μια μέρα είχαν φτάσει στη νίκη, μαζί  και με τους άλλους ακροδεξιούς συμμαχικούς σχηματισμούς τους, σίγουρα η κορυφή της σύγκρουσης θα είχε περάσει μπροστά στην απαράδεκτη πολιτική τους που δεν θα μπορούσε παρά να ήταν φιλοδυτική στην εξωτερική πολιτική και εθνικο-συντηρητική στην εσωτερική πολιτική. ‘Ήταν η περίοδος που ο Junger είχε νευριάσει πολύ με τις ιδεολογικές κινήσεις τους.




Οι Εθνικοσοσιαλιστές σε μια στάση απόλυτης νομιμότητας και σεβασμού προς τους νόμους του κράτους είχαν πράγματι λάβει την απόλυτη απαγόρευση να έχουν σχέσεις με τους εκφραστές των αγροτικών εξεγέρσεων και έβαλαν και αμοιβή για τα κεφάλια των βομβιστών. Στη συνέχεια η πολιτική τους ανταμείφθηκε με μεγάλες επιτυχίες στις επόμενες εκλογές με άνω του 80% στις περιφέρειες στο επίκεντρο της εξέγερσης. Έτσι το αντιαστικό όραμα του Ernst Jünger φάνηκε πολύ ξεκάθαρο, του οποίου το περίφημο “Ο Εργάτης” θα είναι σύντομα μια άμεση πνευματική έκφραση. Παρόμοιες θέσεις ευνοϊκές για τους διαδηλωτές είχε επίσης την ίδια στιγμή ο αδελφός του, ο Friedrich Georg, ο οποίος είδε την ελπίδα σε εκείνες τις εξεγέρσεις  «να φέρει ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα στον παραλογισμό» για να «συντρίψει την ευρωπαϊκή παράταξη για την ειρηνική εξάντληση της Γερμανίας».

Ωστόσο, δεν υπήρξε άμεση συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες από τον Jünger, ο οποίος στην πραγματικότητα εκείνη τη χρονιά δημοσίευσε το βιβλίο του «Das abenteuerliche Herz» (Περιπετειώδη Καρδιά), το οποίο προκάλεσε ρήγματα με τον εθνικο-επαναστατικό κόσμο που υποδέχτηκε αυτό το κείμενο με σκεπτικισμό, θεωρούμενο ως μια επιλογή  αισθητική και υπερβολικά διανοητική. Στην πραγματικότητα ήδη εμφανιζόταν η γραμμή που θα χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του Γερμανού συγγραφέα, συνοψιζόμενη τέλεια στη φιγούρα του «Άναρχου», που «στην απόλυτη μοναξιά με το τσεκούρι του αναζητά και χαράζει νέα μονοπάτια στο παρθένο δάσος». Τότε θα είναι οι άλλοι στους οποίους εξακολουθεί να απευθύνεται η έρευνά του, που θα πρέπει να βρουν αυτά τα μονοπάτια, να τα κατανοήσουν και ενδεχομένως να τα ακολουθήσουν.

Ο Bruno von Salomon αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή μετά από λίγους μήνες λόγω ανεπαρκών στοιχείων και εντάχθηκε στο KPD βλέποντας το Κομμουνιστικό Κόμμα ως τον μόνο τρόπο να πολεμήσει ενάντια στον κύριο εχθρό, τον καπιταλισμό. Αυτή η επιλογή τον οδήγησε στη ρήξη με τον  αδερφό του τον Ernst με τον οποίο δεν θα έχει σχέσεις για είκοσι χρόνια. Παντρεύτηκε την Doris von Schönthan, μια όμορφη γυναίκα και εμψυχώτρια της γερμανικής κοινωνικής ζωής της δεκαετίας του 1920. Συμμετείχε στον Ισπανικό πόλεμο στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και στην αντίσταση με τους Γάλλους παρτιζάνους. Το 1947 ο Ernst άκουσε ξανά από τον Alfred Kantorozicz νέα για τον αδελφό του που ζούσε με μεγάλες δυσκολίες στη Γαλλία και το 1949 ζήτησε από τον Bodo Uhse να βοηθήσει τον Bruno. Τον ξαναείδε μόνο το 1951 όταν πήγε στο Παρίσι για να παρουσιάσει τη γαλλική έκδοση του βιβλίου του «Το Ερωτηματολογίο». Βρίσκοντας τον σε τρομερές οικονομικές δυσκολίες και με τους πνεύμονές του ανεπανόρθωτα υπονομευμένους από τη φυματίωση, τον πήρε και τον έφερε πίσω στη Γερμανία. Ο Bruno von Salomon θα πεθάνει το 1954 σε γηροκομείο. Η κηδεία του ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούν ξανά  πολλοί από τους επιζώντες των προπολεμικών εθνικοεπαναστατικών κύκλων και  αρκετοί αγρότες του Landvolkbewegung. Ο Ernst εγκλωβισμένος από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις στο Μόναχο δεν ήταν παρών, αντίθετα ήταν εκεί η σύζυγός του Lena. Ο επικήδειος λόγος έγινε από τους Heinz Liepmann και Klaus Heim.




Η επιστολή του Ερνστ Γιούνγκερ στον Bruno von Salomon

«Αγαπητέ κύριε von Salomon!

Θα ήμουν πολύ ευγνώμων αν κατά καιρούς μου στέλνατε κάποιο υλικό για το Landvolk. Αυτή είναι η πρώτη συγκεκριμένη κίνηση στην οποία συμμετέχω πραγματικά. Θα ήθελα επίσης να έρθω για μια φορά στο Holstein, όταν υπήρχε κάτι να δω εκεί, για να πάρω μια ιδέα για τους ανθρώπους.

Χαιρετίζω και ως θετικό ότι αυτό το έργο αναγκάζει τους εθνικοσοσιαλιστές, ή τουλάχιστον τους ηγέτες τους, να αποκαλύψουν την κρυμμένη αστική τους ουσία. Ελπίζουμε ότι το κίνημα μπορεί να κρατηθεί σε συνεχή και αργή κινητοποίηση. Είναι προφανώς πολύ μικρό για να του ζητηθεί να επιφέρει πολιτική αλλαγή σε μεγάλη κλίμακα και τώρα σίγουρα δεν μπορεί να αξιοποιηθεί με αυτή την έννοια, αλλά παρέχει ένα ξεκάθαρο φως που επιτρέπει ακόμη και τα απλά μυαλά να μπορούν να δουν πολύ καθαρά τις παρεξηγήσεις στο που ζούμε. Οι πράξεις έχουν την ομορφιά του να σε αναγκάζουν να πάρεις θέση. Εδώ δεν μπορούμε να συνεχίσουμε μόνο με τον ακτιβισμό. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν οι εστίες στις οποίες διατηρείται η φωτιά της αναρχίας. Στην παρούσα κατάσταση, μια λανθάνουσα και ανώνυμη αναρχία είναι πιο πολύτιμη από τις ανοιχτές εκρήξεις. Είναι πολύ θετικό ότι στο σημείο που βρίσκεστε φαίνονται ήδη ξεκάθαρα οι αντιθέσεις που χωρίζουν τον εθνικισμό όπως τον καταλαβαίνουμε από την ακροδεξιά. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια μέρα αυτό θα αναδειχθεί στο προσκήνιο και μόνο τότε σε περίπτωση νίκης του Hitler, του Seldte και του Hugenberg, που θα σήμαινε μόνο τη συνέχιση της φιλοδυτικής εξωτερικής πολιτικής και της εσωτερικής εθνικο-αστικής πολιτικής, το μέτωπο μάχης μας θα πάρει το πραγματικό του νόημα. Όμως η προπαρασκευαστική εργασία και η διαφοροποίηση μπορούν ήδη να γίνουν τώρα, αφενός με διευκρινίσεις, αφετέρου με δράση.

Επιπλέον, η στάση του κομμουνιστικού Τύπου προκαλεί έκπληξη, αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται να είναι ένα είδος εθελοντών πρακτόρων ασφαλείας της κρατικής αρχής. Αλλά τουλάχιστον εκεί διάβασα πιο πολύτιμα πράγματα από τους εθνικοσοσιαλιστές».

Με εκτίμηση, Ernst Junger




Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Ο Ernst Jünger και η εθνική επανάσταση

 




Η 16η Αυγούστου 1922 είναι μια σημαντική ημερομηνία στην ιστορία του γερμανικού εθνικισμού. Εκείνη την ημέρα έγινε η πρώτη έξοδος σε ισχύ των SA, της  παραστρατιωτικής οργάνωσης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ακόμη στα σπάργανα. Συγκέντρωσε οκτακόσιους άνδρες στην Königsplatz του Μονάχου, όπου υπήρχαν ήδη τριάντα χιλιάδες μέλη των “Bund Oberland” του Franz von Epp, των “Bund Bayern und Reich” και των “Reichsflagge” του Ernst Rohm. Ήταν οι κύριες ομάδες του εθνικού ριζοσπαστισμού που υπήρχαν στη Βαυαρία, αποτελούμενοι σχεδόν εξ ολοκλήρου από πρώην μαχητές και πρώην μέλη των Freikorps. Επρόκειτο για διαμαρτυρία ενάντια στον «νόμο για την προστασία της Δημοκρατίας», που απειλούσε να προχωρήσει αυστηρά κατά του εξτρεμισμού. Όταν με αφορμή το Putsch της 8ης Νοεμβρίου 1923, η «επαναστατική Δεξιά» ανέλαβε και πάλι δράση, ήταν οι Εθνικοσοσιαλιστές και οι Εθνικιστές που στέκονταν δίπλα-δίπλα. Και στους δύο, η παρουσία πρώην μαχητών ήταν πολύ μεγάλη. Στις έντονες ώρες του Putsch, περίπου χίλιοι δόκιμοι της σχολής πεζικού του Μονάχου εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους και τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Gerhard Rossbach, ενός από τους πιο διάσημους ηγέτες των Freikorps, με τον οποίο παρέλασαν «με πανό με σβάστικα και με τη συνοδεία μιας μπάντας για να ενωθούν με τον Hitler και τον Ludendorff». 

Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι όταν τον Ιούλιο του 1921, ο Χίτλερ ζήτησε και απέκτησε απόλυτες εξουσίες εντός του NSDAP, είχε στο πλευρό του τον Hermann Ehrhardt, ηγέτη του “Wiking-Bund”, έναν άλλο διάσημο ηγέτη από τα Freikorps. Ο πρώτος πυρήνας των SA τέθηκε υπό τη διοίκηση του Hans Ulrich Klintzsch, βετεράνο της τρομερής Ταξιαρχίας Ehrhardt. Τέλος να θυμηθούμε ότι ο Franz Seldte, διοικητής της “Stahlhelm”, της ισχυρής οργάνωσης πρώην μαχητών, ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα υποστηρικτής της πολιτικής του Hitler, αρχιτέκτονας το 1932 της συγχώνευσης μεταξύ εθνικιστών και εθνικοσοσιαλιστών, που κατέληξε Υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση «εθνικής συγκέντρωσης» της 30ης Ιανουαρίου 1933 και παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1945.  

Όλα αυτά τα ιστορικά τα ανέφερα ώστε να δοθεί το νόημα, ότι οι πολιτικές θέσεις της μαχητικότητας και του εθνικοσοσιαλισμού ήταν στην πραγματικότητα δυσδιάκριτες. Επιπλέον, η ανάταση του “Frontsoldat” ήταν πάντα κεντρικό σημείο της προπαγάνδας του Hitler, που θα έπρεπε  να είχε μεταφέρει τον αγώνα του στο έδαφος της εσωτερικής πολιτικής, δίνοντας ζωή σε εκείνη τη νέα φιγούρα που ήταν ο πολιτικός στρατιώτης.  Αυτές οι  προφανείς διευκρινίσεις είναι απαραίτητες σε μια περίοδο που τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία επιχειρείται από πολλούς να λειτουργήσει μια διάσπαση μεταξύ εθνικισμού και εθνικοσοσιαλισμού. Θεωρείται με αυτόν τον τρόπο, ότι θα μπορούν να ενωθούν κάποια κομμάτια της ιστορίας της Γερμανίας σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη και κρίσιμη περίοδο για την Ευρώπη. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στις περιπτώσεις της λεγόμενης «αντιναζιστικής αντίστασης» που συνδέεται με την 20η Ιουλίου 1944 (ένα αντιδραστικό-μιλιταριστικό πραξικόπημα που έγινε ο ιδρυτικός μύθος της δημοκρατικής Bundesrepublik…) και στην παλινόρθωση στην οποία  η φιγούρα του Ernst Jünger υποβάλλεται τακτικά. 




Ολόκληρη η ιδεολογία και η κοσμοθεωρία του νεαρού τότε Junger, ενός έγκυρου μέλους του εθνικοεπαναστατικού κύκλου, μπολιάστηκε στον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό. Οι πηγές από τις οποίες λάμβανε γνώση ήταν από χαρακτήρες όπως ο νεοπαγανιστής Friedrich Hielscher (μελλοντικός συνεργάτης των SS-Ahnenerbe) και ο Oswald Spengler. Οι αξίες γύρω από τις οποίες περιστρεφόταν η πολιτική φαντασία του Junger δεν ήταν καθόλου ελαφρές. Επικαλέστηκε τη λύτρωση της γερμανικής πατρίδας, την εμφάνιση ενός απόλυτου ηγέτη και την επιβεβαίωση μιας ριζοσπαστικής, «κινητοποιητικής» δικτατορίας, πιστής στην παλαιο-γερμανική ιεραρχική παραδοσιακότητα και εγγυητή ενός μυστικιστή πολεμιστή. Κεντρική φιγούρα, όπως και για τον Hitler, ήταν το “Frontsoldat”, ηρωοποιημένη σε έναν εμβληματικό τύπο ψυχρού και τολμηρού μαχητή όπου τελικά, το 1932, μεταμορφώθηκε στον “Arbeiter”, τον Εργάτη του. Ο Junger πρότεινε τη μετάβαση σε αναμφίβολα αποφασιστικές μορφές πάλης ενάντια στη δημοκρατία, εκμεταλλευόμενος τον ίδιο σύγχρονο μηδενισμό, χωρίς να υποχωρήσει ακόμη και μπροστά σε «βάναυσα» μέτρα. Επιπλέον κήρυττε τον αποκλεισμό του Ιουδαϊσμού από το εθνικό πλαίσιο, ως την πεμπτουσία του σύγχρονου αστισμού και λειτούργησε μια πραγματική μυθοποίηση του κοινοτικού αίματος.  Όπως μπορεί να διαβαστεί, για παράδειγμα, στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο μαχητικό περιοδικό “Standarte” της 29ης Απριλίου 1926: «το υπόγειο κουβάρι των ριζών… αυτή η πλοκή που είναι πραγματικά δεσμευτική και σε σχέση με την οποία το άτομο δεν σημαίνει τίποτα, γιατί από αυτό δημιουργείται, είναι το αίμα που μας δίνει τον οιωνό, χάρη στο οποίο νιώθουμε το χαρούμενο συναίσθημα μιας βαθιάς ιδιοκτησίας… Ένας λαός χωρίς δεσμούς αίματος είναι μια απλή μάζα…». Ο Jünger, εν ολίγοις δεν είπε κάτι διαφορετικό από αυτό που έγραφε ένας Günther ή ένας Darré εκείνα τα χρόνια. Κι όμως για άλλη μια φορά αναγκαζόμαστε μετά από χρόνια να εξηγούμε το πνεύμα του μεγάλου αυτού συγγραφέα και ιδιαίτερα ότι αφορά τον φυλετισμό και την ιδεολογία του.

Στο βιβλίο “Συντηρητική επανάσταση και διφορούμενη γοητεία της τεχνολογίας. Ernst Jünger στη Βαϊμάρη Γερμανία: 1920-1932″ του Andrea Benedetti, βλέπουμε ότι για παράδειγμα, ο ρατσισμός του Jünger, ο οποίος είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς, εκτονώνεται με τον χαρακτηρισμό του «πολιτιστικού ρατσισμού». Στη συνέχεια διαβάζουμε ότι ο Jünger «απορρίπτει κατηγορηματικά τον απεχθή “Rassenkunde”, με τη χυδαία βιολογική έννοια του δέκατου ένατου αιώνα…». Κάτι που υποδηλώνει ότι το δέχτηκε με άλλες μορφές, δεδομένου ότι δύο γραμμές παραπάνω, ο Benedetti γράφει για «τις διφορούμενες «Γιουνκεριανές»  διατυπώσεις ρατσιστικού και αντισημιτικού χαρακτήρα». Μαζί με τους αναγνώστες, λοιπόν, θέλω να αναρωτηθούμε, τι σημαίνει «πολιτιστικός ρατσιστής»; Ότι η πολιτική του αντίληψη ήταν παραδόξως μια αντίληψη απολιτική και αφηρημένη; Ότι για παράδειγμα, το απαρτχάιντ που πρότεινε ο Jünger για τους Εβραίους τον Σεπτέμβριο του 1930 (και πρέπει να σημειωθεί αυτό, ακριβώς τη στιγμή που το NSDAP κέρδισε τις εκλογές και ξεκίνησε την άνοδό του στην εξουσία) ήταν ένα «πνευματικό» αστείο, τίποτα σοβαρό, που εν ολίγοις, ο Jünger κορόιδεψε τους αναγνώστες του; Ή μήπως οι εκφραστές του Jünger απατούν τον κόσμο; Ή μήπως και τα δύο;

 Γνωρίζουμε ότι ο αντιναζισμός του Jünger στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ, ούτε πριν ούτε μετά το 1933. Αυτό μπορεί να είναι αρκετό. Ξέρουμε όμως επίσης ότι ο Jünger, όταν ο Χίτλερ ήταν ήδη γνωστός για αυτό που ήταν και χρειαζόταν υποστήριξη, δεν του το αρνήθηκε. Στον μαχητικό τύπο των χρόνων της Βαϊμάρης υπερασπίστηκε ανοιχτά τους λόγους του εθνικοσοσιαλισμού, το 1923 έστειλε στον Χίτλερ ένα υπογεγραμμένο αντίγραφο του βιβλίου του “Καταιγίδες από ατσάλι”, έβαλε την υπογραφή του στο “Völkischer Beobachter,” το οποίο διηύθυνε  ο Rosenberg, ένας  «πνευματικός ρατσιστής» όπως αυτός, καθώς και η απογοήτευση του συγγραφέα για την αποτυχία του Putsch. Ο Hitler eκαι ο Jünger ήταν δύο τέλειοι «σύντροφοι», δύο “Frontsoldaten” που πολεμούσαν για τους ίδιους στόχους με διαφορετικό τρόπο. Αυτά είναι τα γεγονότα. Ο συγγραφέας αργότερα είχε απλά διαφωνίες με κάποιους τρόπου διακυβέρνησης του εθνικοσιαλισμου. Οι λεπτομέρειες είναι στη συνέχεια ένα θέμα για συζητήσεις, στρογγυλά τραπέζια ή επιστημονικούς μεταθανατικούς τόμους, που δεν έχουν καμία σχέση με την ενεργό πολιτική. 




Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν δηλώνοντας ότι τότε η ιδεολογία του Χίτλερ ήταν τόσο καλή για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι δεν άλλαξε ποτέ ούτε μια τελεία. Τίθενται τότε, η αλήθεια είναι, κάποια ερωτήματά. Γιατί ο Jünger θεωρούσε τον Χίτλερ ηγέτη και σύμμαχο στον αγώνα το 1923 και μετά άρχισε να απομακρύνεται από αυτόν; Είχε μπλοφάρει πριν ή μπλόφαρε αργότερα; Ή μήπως το αριστοκρατικό του πνεύμα βρήκε αντιαισθητική την πολιτική βία και τον ριζοσπαστισμό που ο ίδιος υποστήριζε; Δεν έγραφε όμως ο ίδιος για την ανάγκη να είσαι κατά κάποιον τρόπο…«μπρουτάλ»; Και δεν ήταν υπέρ της τρομοκρατίας του “Landvolkbewegung” το 1928, την οποία απέρριψε ο Χίτλερ; Θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς ότι αυτός ο παγγερμανιστής, αυταρχικός, αντισημίτης, ρατσιστής και φιλοπόλεμος συγγραφέας υποκρινόταν; Τότε όμως πώς μπορούμε να κρίνουμε έναν ιδεολόγο της εθνικής πρωτοπορίας που πρώτα συγκινεί τις ψυχές των συντρόφων του, τους φανατίζει με τα γραπτά του, τους σπρώχνει στον πιο ψυχρό και απρόσωπο αγώνα και μετά αντιμέτωπος με τα γεγονότα, αποσύρει το χέρι του και αρχίζει να ξεχωρίζει, να κρίνει με λεπτότητα και να αμφισβητεί; Ήθελε την πάλη ή την λογοτεχνία; Το να γράφεις σε φύλλα όπως το “Völkischer Beobachter” ή το “Standarte “δεν θα έπρεπε να ήταν αστείο… Ο Jünger το ήξερε σίγουρα… ή ήταν αφελής; Ένας ήπιος ονειροπόλος; Αλλά ο ίδιος δεν είχε κηρύξει τη μεταλλική σκληρότητα του «ηρωικού ρεαλισμού»; Ήταν απλώς κενές λέξεις; 

Στο βιβλίο του Benedetti, σε αρκετά σημεία υπογραμμίζεται η καθαρά «αισθητική», «ασαφής», «θεωρητική» φύση της πολιτικής ιδεολογίας του Jünger. Η ιδεολογία του, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ήταν στην πραγματικότητα μια εξ ολοκλήρου πολιτική ιδεολογία και εδραιώθηκε σε θέσεις σταθερής αδιαλλαξίας. Έγραψε για την εξτρεμιστική πολιτική σε εξτρεμιστικές πολιτικές εφημερίδες. Πώς μπορεί κανείς να ορίσει την ιδεολογία ενός εκπροσώπου του εθνικιστικού ριζοσπαστισμού όπως ο Jünger ως «απολιτική»; Ήταν ή δεν ήταν μέρος της “Συντηρητικής Επανάστασης”; Από όσο γνωρίζουμε, ο σημαντικότερος ιστορικός αυτού του κινήματος, ο Armin Mohler, έχει γράψει ακριβώς με καθαρά γράμματα: «Ορίζουμε λοιπόν ένα συγκεκριμένο ρεύμα πολιτικής σκέψης ως Συντηρητική Επανάσταση». Και μια πολιτική σκέψη που δεν είναι κωμωδία υποτίθεται ότι ξέρει ότι τα λόγια ακολουθούνται από πράξεις. Αλλά ο μυστικιστής Jünger δεν έγραφε μυθιστορήματα εκείνη την εποχή. Μίλησε με έμφαση και στόμφο για  το μεγαλείο του Ράιχ, της «κυριαρχίας», της «θέλησης για μάχη», της «επίθεσης στον αστικό κόσμο», της «εντολής που δείχνει τη θυσία…». 




Τον Οκτώβριο του 1929, στο περιοδικό του August Winnig, το “Widerstand”, έγραψε ότι το NSDAP «επί του παρόντος αντιπροσωπεύει το ισχυρότερο και πιο τρομερό όπλο της εθνικής βούλησης … ευχόμαστε ειλικρινά στον Εθνικοσοσιαλισμό τη νίκη …». Και πάλι τον Μάιο του 1933, στο ρατσιστικό περιοδικό του Αμβούργου “Deutsches Volkstum”, εξύψωσε «τη νέα τάξη πραγμάτων», «την αυταρχική μεταρρύθμιση του κράτους» και τη σχεδιαζόμενη πολιτική της ναζιστικής κυβέρνησης, η οποία υποτίθεται ότι ήταν «ανώτερη από την ατομική ή και κοινωνική πρωτοβουλία», κάτι που δεν απείχε καθόλου με την πολιτική γραμμή της εποχής. Όταν στην τελετή του Potsdam της 21ης Μαρτίου 1933, παρουσία του Hindenburg, ο Χίτλερ έβαλε μπροστά σε όλους -από τους Εθνομπολσεβίκους μέχρι τους Πρώσους Junker – την πραγματικότητα της «εθνικής επανάστασης», ο Ο Jünger θα έπρεπε να σκεφτεί, όπως πρακτικά νόμιζε ολόκληρη η γραμμή των εθνικιστών, ότι αυτό ήταν το λογικό αποτέλεσμα του επί δεκαετίες πανγερμανιστικού κηρύγματος, στο οποίο ο ίδιος ήταν ο πρώτος που συμμετείχε χωρίς να χαρίζει ούτε μια λέξη. Από εκεί και πέρα αρκεί κάποιος να διαβάσει και να μελετήσει τα γραπτά του και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα… 




Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Ernst Jünger - ένας Αντάρτης της Νεωτερικότητας

 





Γεννημένος το 1895 στη Χαϊδελβέργη, την πόλη των φιλοσόφων, ο Ernst Jünger υπήρξε ο πρωταγωνιστής των σημαντικότερων γεγονότων του αιώνα που πέρασε, ξεκινώντας από τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Γνωστός ότι ήταν και ένα ουσιαστικό μέρος αυτού του ρεύματος σκέψης, που είναι γνωστό ως «Η Γερμανική Συντηρητική Επανάσταση», είχε απεριόριστα ενδιαφέροντα,  από την εντομολογία μέχρι τα αστυνομικά μυθιστορήματα, των οποίων ήταν επίσης μοναδικός συγγραφέας. Η συλλογή των ημερολογίων του (πολεμικών αλλά όχι μόνο), παραμένει ένα στολίδι της λογοτεχνίας του ‘900.

Μια αναδρομή στη δραστηριότητα του,  μας θα οδηγούσε πολύ μακριά, συμπίπτοντας τουλάχιστον εν μέρει με την ιστορία της Ευρώπης, μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου. Πιο χρήσιμη είναι μια εξέταση των μορφών που ο Ernst Jünger μπόρεσε να περιγράψει κατά τη διάρκεια του ατέρμονου διανοητικού του ταξιδιού. Χρονολογικά είναι από τον στρατιώτη Jünger που πρέπει να ξεκινήσει  κανείς. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι μας μετέδωσε μια ιδέα για τον Μεγάλο Πόλεμο, που θα παραμείνει ως το μανιφέστο ενός ηρωικού πνεύματος. Ένα μανιφέστο  που για πολλούς είναι παράδειγμα προς μίμηση. Ο Jünger δείχνει την πλευρά του πολέμου που αποφεύγει την ηθική προσέγγιση. Τα βάσανα του, είναι μόνο τα βάσανα ενός ανθρώπου στα χαρακώματα, οι νεκροί δεν έχουν ονόματα, δεν τους περιμένουν οικογένειες, ο ηρωισμός σε ακραίες καταστάσεις δεν μπορεί να μην αγνοεί τα ελέη και ουσιαστικά την κανονικότητα των συναισθημάτων.

Από αυτή την άποψη, το πιο διάσημο και καινοτόμο έργο του είναι το “In Stahlgewittern” (Ατσάλινες καταιγίδες ), ένα πολεμικό ημερολόγιο – μυθιστόρημα, που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Ο νεαρός Ernst  εμφανίζεται ως ο άνθρωπος της υπακοής και της σιωπής. Υπάρχει ένα Γενικό Επιτελείο κάπου στο Ράιχ που διαχειρίζεται πολεμικά σχέδια στους υφισταμένους και υπάρχει ένας μοναχικός πρωταγωνιστής ενός γεγονότος και ενός βιβλίου, ο στρατιώτης που αγνοεί τις αποφάσεις που παίρνουν οι ανώτεροί του και τα στρατηγικά κίνητρα των ενεργειών που γίνονται. Το “Stahlgewitter” είναι ένα σύγχρονο βιβλίο, αφού δείχνει τις συνέπειες των σύγχρονων συγκρούσεων χωρίς παράφραση. Είναι ένα βιβλίο που σχεδιάστηκε μέσα σε ένα νεκροταφείο, στο φως της ημέρας, όταν καμία εικόνα δεν μπορεί να ξεφύγει από το μάτι πάνω στη σειρά των ταφόπλακων.

Οι Ευρωπαίοι διεξάγουν έναν τρομερό πόλεμο που φέρνει στο μυαλό μόνο μια λέξη, το θάρρος. «Σημασία δεν έχει η στιβαρότητα των χαρακωμάτων αλλά η ψυχή των ανδρών που τα καταλαμβάνουν» μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας. Στην κόλαση της Γηραιάς Ηπείρου, η ανακάλυψη του Materialschlacht (η «μάχη των υλικών» όπως τα ονόμαζε) είναι το κομβικό γεγονός στη διαδικασία διαμόρφωσης των ιδεών του συγγραφέα, «όπου η ατομική αξία φαίνεται να ακυρώνεται από την υπερβολική δύναμη της τεχνολογίας». Η μηχανοποίηση του πολέμου και οι συνέπειές του θα γίνουν κατανοητές από τον στρατιώτη Jünger σε όλη τους το μεγαλείο. Μπορούμε να είμαστε ακόμα άντρες χωρίς φόβο; Αυτή είναι η ερώτηση που έχει σημασία στο σημείο αυτό.





Ο πόλεμος τελειώνει. Αρχίζει η παρένθεση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933). Το αριστούργημά του “Der Arbeiter. Herrschaft und Gestalt”  (Ο Εργάτης, Κυριαρχία και μορφή, το 1932) είναι το σημαντικότερο θεωρητικό έργο αυτής της περιόδου και ίσως όλης της πνευματικής παραγωγής του. Διασχίζοντας διαφορετικά θέματα και στυλ, ο Jünger έφτασε στη δεύτερη σημαντική φιγούρα του. Τον τύπο του Εργάτη (ή στρατιώτη εργασίας). Δεν ανήκει σε μια τάξη και κυρίως δεν έχει δεσμούς συνέχειας με τα προ και μετά τα επαναστατικά ιστορικά καθεστώτα. «Ο εργάτης δεν είναι το τέταρτο κτήμα, ούτε κρατά μέσα του αποκλειστικά οικονομικές αξίες». Στον “Eργάτη”  του ο Jünger βλέπει μια ιδιαίτερη μορφή που ενεργεί σύμφωνα με τους δικούς της νόμους, που ακολουθεί τη δική της αποστολή και έχει τη δική της ελευθερία. Έναν τύπο που από μόνος του  είναι ένας πρωταγωνιστή της νεωτερικότητας και  που προορίζεται να αντικαταστήσει το άτομο και την κοινότητα. Η πρωτοπορία μιας νέας φόρμας που δεν θα υποστεί κανενός είδους τυποποίηση. Στην εποχή του εργάτη, η μάζα δεν θα είναι πλέον μια άμορφη συσσωμάτωση, αλλά ένα σύνολο που αποτελείται από κύτταρα με τη δική τους ιεραρχία των στελεχών. Η βούληση των ηγετών θα είναι θέληση όλων και η ίδια η θέληση θα είναι  έκφραση ιδιαίτερων επιθυμιών. Η «γιουνγκεριανή» ιδέα της εργασίας, εκτός από την εξάλειψη των αντιφάσεων μέσα στην αστική κοινωνία, θα δώσει στον άνθρωπο την επιθυμητή ελευθερία και δύναμη.

Ο Στρατιώτης είναι μια εμπειρική, περιστασιακή φιγούρα, ο Εργάτης από την άλλη είναι μια σχεδόν μεταφυσική φιγούρα. Ήρωες και οι δύο. Το ένα συνδέεται με τα γεγονότα του πολέμου, το άλλο σύμβολο μιας νέας εποχής. Στρατιώτης και εργάτης,  άρα δύο διαφορετικές φιγούρες. Δύο σχεδόν συγκρίσιμες οντότητες, μέτρα και χρόνοι που δεν συμπίπτουν. Υπάρχει όμως ένα κοινό πράγμα που είναι  η προσπάθεια του «γιουνγκεριανού» τύπου να κάνει αιώνια τη πόζα του μαχητή, να μεταφέρει το πνεύμα της νίκης στο πνεύμα του πολιτικού ηγεμόνα, στο χώρο  του σύγχρονου ανθρώπου. Με αυτή την έννοια μπορούμε να θεωρήσουμε το “Der Arbeiter” ένα πολεμικό βιβλίο που γράφτηκε σε καιρό ειρήνης και συμβόλιζε μια ιδεολογία.

Αλλά έχουμε και συνέχεια. Υπάρχει ένας μεταπολεμικός Jünger, αυτός που είναι επιφανειακά γνωστός ως Επαναστάτης και μετά Άναρχός. Αυτός που μέσα από δοκίμια και μυθιστορήματα όπως το “Heliopolis” και επίσης το περίφημο “Der Waldgang” (Το πέρασμα στο δάσος), σκιαγραφεί φιγούρες ακόμα πιο περίπλοκες από τον Εργάτη. Πρόκειται λοιπόν για τον Επαναστάτη, αυτόν που πάει να συναντήσει το δάσος. Υπάρχει μια διάσταση  φυσική και μια τάση διαφυγής στον Jünger της δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο και τη φήμη του ως μοναχικού στοχαστή ή ως μελετητή του βασιλείου των εντόμων. Αφού εκπροσώπησε τη νεωτερικότητα με τα θεωρητικά πρακτικά της πλαίσια, αφού μας είπε ότι κανείς δεν θα ξέφευγε από τη μοίρα του εργάτη και του μαζανθρώπου, ο συγγραφέας αποφασίζει να εγκαταλείψει  τις θέσεις του. Υπάρχει επομένως μια ιδιομορφία σε αυτή την τρίτη μορφή του «Γιουνγκεριανού» τύπου. Αυτός που αποκαλείται Επαναστάτης είναι στην πραγματικότητα ένας άνθρωπος που παρατά τη «στολή» του μαχητή. Και τελικά, φού βρεί μέσα από πονο και τρόμο το π΄ρασμα για το δάσος,φτάνει στην επόμενη αντικομφορμιστική δημιουργία της άλλης μορφής του, αυτή του Άναρχου…

Ο στρατιώτης είναι μια εμπειρική, περιστασιακή φιγούρα, ο εργάτης από την άλλη είναι μια σχεδόν μεταφυσική φιγούρα. Ήρωες και οι δύο. Το ένα συνδέεται με τα γεγονότα του πολέμου, το άλλο σύμβολο μιας νέας εποχής. Στρατιώτης και εργάτης,  άρα δύο διαφορετικές φιγούρες. Δύο σχεδόν συγκρίσιμες οντότητες, μέτρα και χρόνοι που δεν συμπίπτουν. Υπάρχει όμως ένα κοινό πράγμα που είναι  η προσπάθεια του «γιουνγκεριανού» τύπου να κάνει αιώνια τη πόζα του μαχητή, να μεταφέρει το πνεύμα της νίκης στο πνεύμα του πολιτικού ηγεμόνα, στο χώρο  του σύγχρονου ανθρώπου. Με αυτή την έννοια μπορούμε να θεωρήσουμε το “Der Arbeiter” ένα πολεμικό βιβλίο που γράφτηκε σε καιρό ειρήνης.

Αλλά έχουμε και συνέχεια. Υπάρχει ένας μεταπολεμικός Jünger (αυτός που είναι επιφανειακά γνωστός ως επαναστάτης), που  μέσα από δοκίμια και μυθιστορήματα όπως το “Heliopolis” και επίσης το περίφημο “Der Waldgang” (Το πέρασμα στο δάσος),  που σκιαγραφεί φιγούρες ακόμα πιο περίπλοκες από τον Εργάτη. Πρόκειται για τον Επαναστάτη και αυτόν που πάει να συναντήσει το δάσος. Υπάρχει μια διάσταση  φυσική και διαφυγής στον Jünger της δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο και τη φήμη του ως μοναχικού στοχαστή ή ως μελετητή του βασιλείου των εντόμων. Αφού εκπροσώπησε τη νεωτερικότητα με τα θεωρητικά πρακτικά της πλαίσια, αφού μας είπε ότι κανείς δεν θα ξέφευγε από τη μοίρα του εργάτη και του μαζανθρώπου, ο συγγραφέας από τη Χαϊδελβέργη αποφασίζει να εγκαταλείψει  τις θέσεις του. Υπάρχει επομένως μια ιδιομορφία σε αυτή την τρίτη μορφή του «Γιουνγκεριανού» τύπου. Αυτός που αποκαλείται επαναστάτης είναι στην πραγματικότητα ένας άνθρωπος που παρατά τη «στολή» του μαχητή. Και τελικά φτάνει στην επόμενη αντικομφορμιστική δημιουργία της άλλης μορφής του, του Άναρχου…

Άλλωστε, αφού μας είπε προς σε ποια άβυσσο έτρεχε το ανθρώπινο γένος (και αφού έκανε σαφή τη μορφή και τις θεραπείες ταυτόχρονα), ο Jünger προτίμησε να ασχοληθεί και με κάτι άλλο. Αυτό που είχε να πει είχε ήδη ειπωθεί: ο ήρωας του πολέμου επέλεξε να συνεχίσει τη ζωή του κυνηγώντας πεταλούδες.




Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

Για την παρακμιακή κουλτούρα του OnlyFans

 





της N.F

Τα τελευταία χρόνια, πλατφόρμες όπως το OnlyFans έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εργασία, την αυτοέκφραση και τη σεξουαλικότητα. Εκεί όπου κάποτε η πορνογραφία ήταν υπόθεση μεγάλων εταιρειών και παραγωγών, σήμερα κάθε άνθρωπος με ένα κινητό και μια σύνδεση στο διαδίκτυο μπορεί να γίνει «δημιουργός περιεχομένου». Η πλατφόρμα υπόσχεται ελευθερία, ανεξαρτησία και γρήγορο εισόδημα, και αυτή η υπόσχεση είναι αρκετή για να δελεάσει χιλιάδες νέους ανθρώπους κυρίως γυναίκες, αλλά και άντρες που βλέπουν το σώμα τους ως εργαλείο επιβίωσης.

Η κοινωνία, βυθισμένη στη λογική του “όλα για τα λεφτά” και της ψηφιακής προβολής, έχει δημιουργήσει το τέλειο έδαφος για την άνθηση τέτοιων φαινομένων. Η οικονομική ανασφάλεια, η επιρροή των social media, και η ψευδαίσθηση ότι η αξία μετριέται σε “likes” και “συνδρομές” οδηγούν πολλούς στη λανθασμένη πεποίθηση πως η εύκολη δημοσιότητα ισοδυναμεί με επιτυχία. Στην πραγματικότητα, όμως, η πλειοψηφία δεν βγάζει τα ποσά που φαντάζεται, ενώ η έκθεση, η ψυχολογική φθορά και ο στιγματισμός μένουν πίσω σαν σκιές.

Το OnlyFans, και κάθε πλατφόρμα που εμπορεύεται τη σεξουαλικότητα για κέρδος, λειτουργεί σαν καθρέφτης μιας κοινωνίας που έχει χάσει το μέτρο. Οι άνθρωποι πληρώνουν για να νιώσουν ότι συνδέονται, ενώ στην ουσία βυθίζονται περισσότερο στη μοναξιά τους. Οι δημιουργοί, από την άλλη, πείθονται ότι ελέγχουν το σώμα και την εικόνα τους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουν τον εαυτό τους σε μια αγορά που δεν γνωρίζει όρια. Είναι μια ψευδαίσθηση ελευθερίας που καταλήγει σε εξάρτηση από την προσοχή, το χρήμα και την επιβεβαίωση.

Όσο κι αν κάποιοι το παρουσιάζουν ως «επαναστατική αυτοέκφραση», στην ουσία πρόκειται για ένα ακόμη σύμπτωμα της ηθικής παρακμής της εποχής. Ζούμε σε μια κοινωνία που διδάσκει ότι το σώμα μπορεί να αντικαταστήσει το πνεύμα, ότι η εικόνα αξίζει περισσότερο από τον χαρακτήρα, και ότι η ευκολία είναι προτιμότερη από τον κόπο. Η επιτυχία μετριέται πια σε προβολές και όχι σε αξία, σε συνδρομητές και όχι σε αρχές.

Αντί να δημιουργούμε μια γενιά ανθρώπων που ονειρεύεται, μορφώνεται και αγωνίζεται, φτιάχνουμε μια γενιά που πουλάει τον εαυτό της για λίγη προσοχή. Κι αυτό δεν είναι πρόοδος αλλά είναι πισωγύρισμα. Το OnlyFans δεν είναι ελευθερία, είναι ένα ακόμη σημάδι μιας κοινωνίας που ξεπουλά την ψυχή της για λίγα κλικ. Και όσο περισσότερο το αποδεχόμαστε σαν κάτι “φυσιολογικό”, τόσο πιο γρήγορα χάνουμε το νόημα του ίδιου του ανθρώπου.


Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Οι Κροάτες συναγωνιστές της Prevrat για τους δολοφονηθέντες Φουντούλη - Καπελώνη

 





«Σε μια φρικτή και τρομοκρατική επίθεση που διαπράχθηκε από κομμουνιστές μηδενιστές, δύο νέοι Έλληνες, ο Μάνος Καπελώνης και ο Γιώργος Φουντούλης, σκοτώθηκαν την 1η Νοεμβρίου 2013. 

Λόγω της συμμετοχής τους στην οργάνωση «Χρυσή Αυγή», λόγω των ιδανικών τους, του εθνικισμού, της ελευθερίας και της πίστης τους, δολοφονήθηκαν άνανδρα μπροστά στα γραφεία τους. 

Η Ευρώπη δεν ξεχνά τους ήρωες της, όσος καιρός κι αν περάσει, δόξα σε αυτούς! Είναι μαζί μας!»


Prevrat